Thursday 26 July 2007

Μια γυναίκα στο Βερολίνο



«Ο αέρας της πόλης σε κάνει ελεύθερο» είναι μια φράση που έρχεται εύκολα στο νου όταν ανηφορίζεις την Unter der Linden προς την Αlexanderplatz. Ισως ο αέρας ελευθερίας να έκανε το Βερολίνο την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που όσο καμιά άλλη μισήθηκε από τον Χίτλερ: «... ένα χωνευτήρι του απόλυτου κακού πάνω στη γη: μπαρ, κινηματογράφοι, μαρξιστές, εβραίοι, νέγροι που τραγουδάν τη μουσική τους, κι όλα τα ειδεχθή δημιουργήματα που ονομάζονται Μοντέρνα Τέχνη», ήταν η κατάληξη ενός λίβελου που δημοσίευσε κατά της μελλοντικής έδρας της Καγκελαρίας του στα 1928.

Τα αισθήματα ήταν πάντως αμοιβαία και, ως γνωστόν, στο Βερολίνο συνέχισαν να κυκλοφορούν περιοδικά ομάδων που - με βαρύτατο, πολλές φορές, προσωπικό τίμημα - αντιστέκονταν στη ναζιστική προπαγάνδα καθ’όλη τη διάρκεια του τρίτου ράιχ. Για ένα από αυτά τα έντυπα δούλευε πιθανότατα μια δημοσιογράφος, 34 ετών, που το πρωινό της 20ης Απριλίου του 1945 άρχισε να σημειώνει σ’ένα τετράδιο την αθέατη όψη των γεγονότων που ακολούθησαν την πτώση του Βερολίνου.

Το ημερολόγιό της μας δίνει μια από τις εναργέστερες αφηγήσεις της ζωής σε μια κατεστραμένη από τον πόλεμο κοινωνία, κι όποιος ενδιαφέρεται για το πως βιώνεται μια αλλοιωμένη - από τη σωματική και ψυχική βία – πραγματικότητα, οφείλει να το διαβάσει. Εγώ θα ήθελα να σταθώ μόνο σε κάποια σημεία της ‘περιφέρειας’ του κειμένου, ξεκινώντας από την εκδοτική του περιπέτεια.

Το ημερολόγιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Αμερική και ακολούθως σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών, πριν κυκλοφορήσει στη Γερμανία το 1959. Το γεγονός της αποσιώπησής του στη χώρα όπου γράφτηκε αποδίδεται συνήθως στην άρρητη λογοκρισία που ασκούσε για δεκαετίες η ενοχή των Γερμανών προς ό,τιδήποτε υπενθύμιζε το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν τους. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η γενική αυτή εξήγηση αποδεικνύεται ελλειπής για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το ημερολόγιο καταγράφει τις ακρότητες στις οποίες επιδώθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις, με ξεχωριστή ανάμεσά τους την πρακτική των ομαδικών βιασμών γυναικών από τα ρώσικα στρατεύματα για αρκετές εβδομάδες μετά την κατάκτηση του Βερολίνου. Αν υπήρχε κάτι το οποίο μερικοί θα προτιμούσαν να ξεχαστεί, και το οποίο μας δίνεται τόσο έντονα στο ημερολόγιο, είναι η αίσθηση ανεπάρκειας, αδυναμίας και υπεκφυγών που χαρακτήριζε τους Γερμανούς άντρες μπροστά στην αθλιότητα που βίωναν, μέρα και νύχτα, οι γυναίκες του Βερολίνου. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εμφάνιση του βιβλίου στην Αμερική συνάδει με την λογική που χαρακτήριζε ένα μεγάλο μέρος της εκδοτικής παραγωγής στο απόγειο του ψυχρού πολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που στην αγγλική επανέκδοση του ημερολογίου προτάσσεται σημείωμα του διάσημου μεν, ακραιφνούς αντι-σοβιετικού δε, ιστορικού Anthony Beevor. Το πρόβλημα με όλα αυτά είναι ότι οι εκατέροθεν πολιτικές σκοπιμότητες έχουν υπερκαλύψει τη φωνή της ίδιας της συγγραφέως, τον τρόπο που αυτή, ως συγκεκριμένος άνθρωπος, μοιράστηκε την εμπειρία εκείνων των ημερών με άλλες γυναίκες.

Το άλλο ζήτημα που μόνο σύντομα μπορώ να θείξω είναι πως η πρόσφατη αρχειο-λογική έρευνα ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι οι αναγνώστες του ημερολογίου γνώριζαν ενστικτωδώς: ότι πρόκειται για κείμενο αυθεντικό, γραμμένο τις ημέρες που σημειώνονται στην αρχή της κάθε σελίδας από γκρίζο χαρτί αλληλογραφίας. Και το ερώτημά μου είναι γιατί ένα κείμενο τέτοιας εκφραστικής ποιότητας και αφηγηματικής ικανότητας να μην συγχέεται στο νου μας με μυθιστορηματική ανάπλαση των γεγονότων. Τι είναι αυτό που κάνει την προσωπική καταγραφή τής πραγματικότητας τόσο διαφορετική από τη συγγραφική δημιουργία;

Το ερώτημα δεν θα μπορούσαμε να το απευθύνουμε στη γυναίκα του Βερολίνου. Προεικάζοντας ίσως τα όσα τετριμμένα (φιλολογικά, ή δημοσιογραφικά) ερωτήματα θα της έθεταν για το κείμενό της όσο ζούσε, φρόντισε να υπογράψει το ημερολόγιό της, απλά και για πάντα, ως Ανώνυμη.



.

Saturday 14 July 2007

Αντον Πάβλοβιτς Τ


Στην μέση του καλοκαιριού, 15 Ιουλίου, έαν υπήρχε ένα συναξάρι λογοτεχνών θα μνημόνευε ίσως έναν επαρχιακό γιατρό από την νότια Ρωσία, τον Αντον Τσέχωφ.

Διάσημος όσο λίγοι θεατρικοί συγγραφείς στον κόσμο, τον σκέφτομαι κάποια βράδυα για το πάρεργο με το οποίο καταπιάστηκε νέος για βιοποριστικούς λόγους, και το οποίο στα χέρια του έμελλε να λάβει μια εντελώς νέα μορφή: το διήγημα.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πεζογραφική τέχνη του Τσέχωφ είναι αρκετά γνωστά: εγκατέλειψε την παραδοσιακή πλοκή της ‘αρχής-μέσης-τέλους,’ δεν επεδίωξε στο λόγο του την τεχνητή κορύφωση, ή την αφηγηματική λύση των γεγονότων και – το σημαντικότερο, για μένα - αρνήθηκε να κρίνει, ηθικολογώντας, τους χαρακτήρες των ιστοριών του.

Η μαθητεία του στην ‘Ελληνορθόξη Σχολή Αρρένων’ της πόλης που μεγάλωσε ίσως να εξηγεί την οικειότητα που μπορεί να νιώθει ο Ελληνας αναγνώστης με κάποιες μορφές των νεανικών ιστοριών του.

Αλλά είναι τα διηγήματα της ύστερης περιόδου του – όπως το φαινομενικά απλό ‘Μια Επίσκεψη σε Φίλους’ – που δείχνουν το μεγαλείο ενός αφηγητή να μεταδώσει ό,τι ορίζει την ανθρώπινη συναλλαγή: την τυχαιότητα, την απόσταση ανάμεσα στις προθέσεις και το αποτέλεσμα, την ανάγκη κατανόησης μιας πραγματικότητας που δεν σχεδίασε κανείς – και η οποία προ(σ)καλεί τον λογοτέχνη να την αφηγηθεί με τρόπο που να φανεί το νόημα που ενέχει η κάθεμια, ξεχωριστή, ζωή.


.

Sunday 8 July 2007

Αυλαία


"Το βιβλίο της ζωής του δεν είχε θέμα: έβρισκε μονάχα αποσπάσματα από σελίδες, σκόρπια κομμάτια που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, προσχέδια μιας πιθανής πλοκής. Η ασυνέπεια των αποδείξεων δεν του επέτρεπε να βγάλει κανένα συμπέρασμα ή υπόδειγμα. Η επιθυμία να αποδόσει μεταγενέστερη συνοχή σε διάσπαρτα επεισόδια προϋπέθετε μια κοροϊδία που μπορούσε να ξεγελάσει τους άλλους αλλά όχι κι εκείνον τον ίδιο. Άξιζε τον κόπο τόση προσπάθεια για ένα τόσο πενιχρό αποτέλεσμα;"

Χουάν Γκοϊτισόλο, Αυλαία (ΚΕΔΡΟΣ).


Μια αλυσίδα σκέψεων για την δυσκολία της μνήμης να επαναφέρει αγαπημένες μορφές και να ανασυνθέσει τα γεγονότα που φτιάχνουν μια ζωή που πλησιάζει στο τέλος της. Λίγο πριν πέσει η αυλαία οι αναμνήσεις χλωμιάζουν κι ο πόνος της απουσίας αμβλύνεται, χάνει την έντασή του. Ενα βιβλίο για την απώλεια σε όλες της τις όψεις: θάνατος, γηρατειά, μοναξιά και λήθη.




.

Sunday 1 July 2007

Στιγμογραφία


Στην άκρη του σφυριού

έχει χαράξει τ' όνομά του

όταν χτυπάει την πέτρα

χτυπιέται

αυτός

χίλιες φορές καρφωμένος

με τα καρφιά που' χε καρφώσει

στον ψηλό τοίχο

για να κρεμάσει

τις αυτοπροσωπογραφίες του.



Au bout du marteau

il a gravé son nom

lorsu’il cogne sur la Pierre

il se cogne dessus

lui

mille fois cloyé

par les clous qu’il avait cloués

sur le haut mur

pour y suspender

ses autoportraits.



Ποίηση Γιάννης Ρίτσος

Μετάφραση Gérard Perrat


Καλό μήνα

.