Tuesday 29 January 2008

28 Ιανουαρίου 2008


για τον Ν. Κ.

Έτσι όπως συνηθίζεις να ζεις

Σ' ένα υπόγειο

Δίχως όραση

Γεμάτος οράματα

Υγρή σιωπή καλύπτει

Tο βλέμμα σου

Κι η απουσία διάρκειας

Γεμίζει το χρόνο σου



Βιβλία - τείχη από σιωπή

.

Friday 18 January 2008

Ο πειρασμός του υπάρχειν



Ο τίτλος του βιβλίου του Σιοράν ακούγεται ελκυστικός γιατί υπόσχεται όχι απλά μια ακόμη συζήτηση ενός γνώριμου ζητήματος, αλλά γιατί φαίνεται να προτείνει ένα εξ’ολοκλήρου νέο θέμα: το να συνεχίζεις να κάνεις οτιδήποτε, σημαίνει ότι υποκύπτεις σ’έναν πειρασμό: τον πειρασμό του να υπάρχεις.

Αυτό που θα ήθελα να σκεφτώ, διαβάζοντας το βιβλίο του Σιοράν, είναι εάν και πως μπορεί κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό αυτό – κι αν όχι, τότε γιατί η επιθυμία για ύπαρξη να είναι τόσο ακαταμάχητη. Αντί όμως να με βοηθήσει να περιπλανηθώ στα μονοπάτια μιας νεόκοπης σκέψης, το κείμενο του Σιοράν με επανέφερε στο κλασσικό ερώτημα για το αν είναι λογικό ο άνθρωπος να φοβάται τον θάνατο. Η συζήτησή του είναι ευφυέστατη, κι η δοκιμιακή γραφή του κάποιες στιγμές πετυχαίνει ένα πολύτιμο εκφραστικό αγαθό: έχει – πως να το πω - μιαν όμορφη αταξία. Αλλά το περιεχόμενό της συνίσταται εν πολλοίς στην επαναδιατύπωση τυπικών επιχειρημάτων, από την εποχή των αρχαίων ατομιστών (σύμφωνα με τους οποίους όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ, κι άρα είναι παράλογο να τον φοβάμαι) ως την καθοριστική παρέμβαση των υπαρξιστών (για τους οποίους το να ζεις αυθεντικά σημαίνει να νοηματοδοτείς τις σχέσεις σου με τον κόσμο καθώς συνειδητοποιείς την δυνατότητα της ανυπαρξίας σου στο τώρα.)

Στις καλές στιγμές του ο Σιοράν είναι ο μεγάλος μάστορας του απρόοπτου: μπορεί εύκολα, μες τον λόγο του, η τελευταία λέξη μιας φράσης να ακυρώνει την συνηθισμένη σημασία όσων προτάσσονται. Σε παρόμοιο ρητορικό τέχνασμα οφείλεται, νομίζω, και η αναγνωστική αμηχανία που προκαλεί μια πρόχειρη ενασχόληση με το κείμενό του. Ενώ κάθε πρότασή του μπορεί άνετα να σταθεί μόνη της (γεννώντας μια μικρή εκδοτική βιομηχανία πεσιμιστικών αποφθεγμάτων), εκφέρεται πάντα ως τμήμα ενός σοβαρού, και αρκετά περίπλοκου, συλλογισμού. Έτσι όμως ο νους δεν ξέρει αν θα πρέπει να ξαποστάσει ώστε να γευθεί με την ησυχία του την κάθε πρόταση, ή αν οφείλει να προχωρήσει αμέσως στην επόμενη ώστε να κατανοήσει το συλλογισμό που αναπτύσσεται στο κείμενο.

Υπάρχει διάχυτη, στο βιβλίο του, η απαξίωση της συμβατικής ηθικής (ή ανηθικότητας) της Δύσης, των ιστορικά δοκιμασμένων τρόπων συνύπαρξης (ή αλληλοεξόντωσης) των ανθρώπων, καθώς και των μεταφυσικών συστημάτων που ανέγειραν πλήθος διανοητές (για να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους). Πιστεύω πάντως ότι η εντύπωση ουδετερότητας που μπορεί να δίνει η ειρωνική αποστροφή του είναι ψευδής. Ο Σιοράν πονάει πολύ για να διατηρήσει την ουδετερότητά του, να μείνει αμέτοχος στο δράμα της ύπαρξης. Επειδή όμως το έργο που θέλει να ανεβάσει είναι η ανθρώπινη ζωή πέρα από κάθε συναισθηματική, ερωτική, ή ιδεολογική αυταπάτη, γίνεται ουσιαστικά σκηνοθέτης σ’ένα έργο δίχως σενάριο.

Αν και πολέμιος του μοντέρνου μυθιστορήματος, στα κείμενα που ασχολείται με τη λογοτεχνία, ο Σιοράν αποδεικνύεται ένας απόλυτα διαυγής, και σπάνιας ευαισθησίας στοχαστής. Οι παραινέσεις του προς ένα επίδοξο πεζογράφο της Ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι από τις καλύτερες σελίδες επιστολικού λόγου που έχω διαβάσει. Η επιθυμία να μεταφέρω εδώ μικρά αποσπάσματα, δίκην αφορισμών, είναι πολύ μεγάλη. Αλλά επειδή θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί ως σύνολο, κι όχι αποσπασματικά, η παράθεση γοητευτικών φράσεων του Σιοράν είναι ένας – ίσως ο μόνος - πειρασμός στον οποίο θα προσπαθήσω ν’ αντισταθώ.


E.M. Cioran, Ο πειρασμός του υπάρχειν, μτφ. Δ. Δημητριάδης, Scripta, 2007


Thursday 17 January 2008

Αντισταθείτε...

H πρόσκληση του alef έκανε τη μνήμη μου να αναζητήσει τα ίχνη μιας φράσης που μπορεί να περικλείει, σ' ένα στίχο, ένα ολόκληρο ποίημα. Κι έτσι σκέφτηκα την κατακλείδα από ένα αγαπημένο κείμενο:


"Δεν έμαθα τίποτα, πηγαίνω χιλιοτρυπημένος από τον αέρα
αιώνιος κι αγαπημένος του όντος."


Δ.Π. Παπαδίτσας, Ερμηνεία Πρώτη, 1966







Thursday 10 January 2008

Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα

Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την αιτιολόγηση των πράξεων, από την δικαίωση των επιλογών που οδηγούν στην πράξη. Ένα σημαντικό στοίχημα για κάθε θεατρικό δημιουργό είναι να καταδείξει τη λογική που διέπει τη ζωή των ηρώων του, δίχως ηθικολογίες - χωρίς δηλ. να προκρίνει ή να κατακρίνει τα όσα εκτυλίσσονται πάνω στη σκηνή, με βάση θεωρητικά σχήματα εξωγενή προς την ίδια τη θεατρική διαδικασία.

Για τον λόγο αυτό, νομίζω, ότι οι πιο δημοφιλείς αναγνώσεις του έργου του Ευγένιου Ο' Νηλ - ως μηχανική μεταφορά βιογραφικών, ψυχαναλυτικών, θρησκευτικών, ή κι εθνολογικών δεδομένων - ηχούν παράταιρες ή τουλάχιστον σοβαρά ανεπαρκείς. Για τούτο, επίσης, πιστεύω ότι, σε αντίθεση με αρκετά από τα σύγχρονα έργα που αναπαράγουν τις 'αυτοβιογραφικές νύξεις', τις 'νεοτερικές ιδέες', ή τις 'σκηνικές λύσεις' του Ο' Νηλ, το Ταξίδι εισέρχεται αθόρυβα στη ψυχή του θεατή κι επιβάλεται στη μνήμη του ως ένα masterpiece.


Απλό Θέατρο/Κεντρική Σκηνή - Θεατρικός Οργανισμός Φάσμα - μετάφραση Νίκου Γκάτσου



Tuesday 1 January 2008

Η νοσταλγία του παρόντος


Όταν στα 1942, οι φίλοι ενός χαμηλόμισθου υπαλλήλου άνοιξαν το σεντούκι όπου είχε φυλάξει τα χειρόγραφά του, ανακάλυψαν ότι τέσσερις από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Πορτογαλίας – ο Αλπέρτο Καέριος, ο Μπερνάντρο Σοάρες, ο Άλβαρο ντε Κάμπος, κι ο Ρικάρντο Ρέις – ήταν ένα και το αυτό άτομο: ο άνθρωπος των γραμμάτων, Φερνάντο Πεσσόα. Τον αναφέρω απλά ως ‘άνθρωπο των γραμμάτων’ γιατί ολόκληρη η ζωή του Πεσσόα ήταν -για μένα- ένας αδιάλειπτος αναγραμματισμός.

Η ετερωνυμία του Πεσσόα (η οποία, όπως πλέον γωρίζουμε ανέρχεται σε 16 τουλάχιστον ‘πρόσωπα’) είναι ένα από τα σαγηνευτικότερα, όσο και πιο δυσεπίλυτα, ζητήματα της μοντέρνας λογοτεχνίας. Θα ήταν μάλιστα δύσκολο να σκεφτούμε σήμερα το τι σημαίνει ‘μοντερνισμός’, δίχως να ποτιστεί η συζήτησή μας από τον καπνό της πίπας του ορθώνυμου Φερνάντο. Θεωρώ πως η αντίληψη ότι τα Πεσσοικά ετερώνυμα δεν ήταν άλλο από λογοτεχνικά ψευδώνυμα, αν και ευλογοφανής, είναι λανθασμένη, για έναν τουλάχιστον λόγο: τα ψευδώνυμα κρύβουν, ενώ κάθε ετερώνυμο απο-καλύπτει ένα άλλο πρόσωπο, μια νέα όψη του εαυτού.

Η έκδοση από την Άγρα των κειμένων του Αντόνιο Ταμπούκι για τον Φερνάντο Πεσσόα αποτελεί μια πραγματικά σημαντική προσθήκη στην ελληνική βιβλιογραφία για τον «πιο μυστηριώδη ποιητή του 20ου αιώνα.» Το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από τρία τμήματα: αυτοτελείς μελέτες, τρία κείμενα του Πεσσόα, και τις σχετικές διαλέξεις του Ταμπούκι στην École des Hautes Études. Η ανάλυση του Ταμπούκι έχει δύο αρετές. Πρώτον, αποφεύγει την μηχανική εφαρμογή κάποιας (ψυχαναλυτικής, στρουκτουραλιστικής, ή οποιασδήποτε άλλης ερμηνευτικά μεγαλόπνοης) θεωρίας, επιλέγοντας τον πιο δύσκολο δρόμο του να μιλήσει για το αντικείμενό του με βάση το ίδιο το έργο του Πεσσόα. Δεύτερον, η γνώση του για το έργο αυτό, επιτρέπει στον Ταμπούκι να ‘ελέγχει’ αποτελεσματικά – και με τον τρόπο αυτό να βελτιώνει καθοριστικά – ερμηνευτικές προτάσεις άλλων σχολιαστών. Στα αρνητικά, όμως, του ανα χείρας βιβλίου, θα πρέπει να σημειωθεί η επαναλητικότητα, όχι τόσο των ζητημάτων που επαναδιατυπώνονται σε κάθε κεφάλαιο, αλλά κυρίως, η ανα-παραγωγή φράσεων, παραπομπών, και παραθεμάτων διαφόρων συγγραφέων. Η πολύ ενδιαφέρουσα συλλογιστική που διατυπώνεται σε κάποιες μελέτες του πρώτου μέρους, αναπαράγεται αυτούσια στις διαλέξεις του τρίτου μέρους, δίχως περαιτέρω ανάπτυξη, ή εννοιολογική εμβάθυνση. Το πλήθος επιγραμματικών αναφορών και εκτενών παραθεμάτων διαφόρων συγγραφέων, οδηγεί μάλιστα τον Ταμπούκι σε ατοπήματα που δημιουργούν (αδίκως ίσως) την αμφιβολία για το αν έχει όντως διαβάσει τα κείμενα στα οποία αναφέρεται – όπως στην περίληψη του διηγήματος του Κόνραντ, The Secret Sharer, όπου ο κύριος χαρακτήρας περιγράφεται δις από τον Ταμπούκι ως «ένας επιβάτης» – ενώ, όπως δηλώνεται από την αρχή του διηγήματος, πρόκειται για τον καπετάνιο ενός εμπορικού πλοίου.

Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης μας έχει συνηθίσει σε άριστες μεταφραστικές εργασίες, και το παρόν έργο δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι υποσημειώσεις του, μάλιστα, παρέχουν στον Έλληνα αναγνώστη πολύτιμη βοήθεια για να διαπλεύσει την διακειμενική θάλασσα αυτού του βιβλίου. Είναι τέτοια όμως η φύση του πονήματος του Ταμπούκι, που θα χρειάζονταν κι άλλες διευκρινήσεις του επιμελητή για το λεξιλόγιο του βιβλίου, ιδίως όταν πρόκειται για τεχνικούς όρους που, ελλείψει επεξηγήσεων, μοιάζουν ακατανόητοι.

Παράδειγμα: λίγες σελίδες πριν το τέλος του πέμπτου κεφαλαίου, διαβάζουμε ότι «Η ψυχή ... είναι ... ένας τόπος που δύσκολα ορίζεται: είναι η Συνείδηση και το Ασυνείδητο, το Εγώ, το Είναι και το Είναι εκεί.» Η φράση αυτή είναι, καταρχήν, χαρακτηρισιτκή της ταχύτητας με την οποία ο συγγραφέας εισαγάγει διάφορα ζητήματα μέσω κεφαλογράμματων λέξεων, δίχως να προσφέρει μια συστηματική ανάλυση των εννοιών που επικαλείται – και οι τέσσερις σελίδες κειμένου που ακολουθούν πριν το τέλος εκείνου του κεφαλαίου δεν αρκούν βέβαια ούτε για μια ακροθιγή πραγμάτευση αυτών των εννοιών στο έργο του Πεσσόα.

Ιδιαίτερη απορία μπορεί να προκαλέσει η έκφραση «το Είναι εκεί», η οποία νομίζω ότι δεν συναντάται στην καθομιλουμένη ελληνική. Υποθέτω ότι πρόκειται για μετάφραση (διαμέσου των ιταλικών του Ταμπούκι) του Χάιντεγγεριανού όρου Dasein (μεταφρασμένου πριν δεκαετίες ως être là στα γαλλικά, και ως being there στα αγγλικά – πλέον το Dasein έχει ‘πολιτογραφηθεί’ και μεταφέρεται αυτούσιο από Γάλλους και Άγγλους μεταφραστές) και του οποίου η δόκιμη μετάφραση, εδώ και τριάντα περίπου έτη, στα ελληνικά είναι όχι «το Εκεί είναι» αλλά «το εδωνά είναι». Μια σύντομη υποσημείωση ίσως να βοηθούσε τον αναγνώστη στο να κατανοήσει ότι το βασικό νόημα της εν λόγω φράσης έγκειται στο ότι η πρωταρχική αίσθηση ύπαρξης του ανθρώπου είναι «το ότι είναι εντός του κόσμου», άρρηκτο μέρος μιας γεμάτης νόημα πραγματικότητας, την οποία η Δυτική μεταφυσική επιχείρησε να διασπάσει τεχνητά σε ‘υποκειμενικά’ και ‘αντικείμενικά’ τμήματα (κακώς βέβαια, σύμφωνα με την φαινομενολογική αντίληψη που περιγράφει ο Ταμπούκι).

Οι καλύτερες στιγμές του βιβλίου είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτές που ο πολυμήχανος Ταμπούκι ανακτά την πεζογραφική του δύναμη, και αναλύει τον Φερνάντο Πεσσόα μέσα από την εμπειρία των ‘ηρώων’ του, όπως είναι ο δικός μου αγαπημένος ετερώνυμος, ο συγγραφέας του Βιβλίου της Ανησυχίας, Μπερνάντο Σοάρες. Εφαρμόζοντας στον Ταμπούκι την πρακτική εκτενών παραθεμάτων από άλλα κείμενα, ας μεταφέρω εδώ την κατακλείδα του δικού του κειμένου για τον Σοάρες, όπου διακρίνεται η τέχνη τόσο του Ιταλού συγγραφέα, όσο και του Έλληνα μεταφραστή:

«Με αυτό το πρόσωπο, με την ταπεινή κοινωνική ένταξη και τη μεγάλη ψυχή, η πόλη της Λισαβόνας κάνει μια πομπώδη είσοδο στη λογοτεχνία του αιώνα μας... Πρόκειται για μια πόλη φορέα μυστηρίου, γιατί ο αφηγητής έβαλε στην γεωμετρία της το μυστήριο της ύπαρξης. Και μαζί με τη Λισαβόνα κάνει την είσοδό του στη λογοτεχνία και ένας δρόμος, ... η οδός των Χρυσωτών του εμπορικού και βιοτεχνικού κέντρου της πόλης, στο οποίο υπάρχει και η οδός των ψιλικατζήδων, η οδός των βυρσοδεψών και η οδός των παπουτσήδων. και μαζί με τον δρόμο κάνει την είσοδό του και το γραφείο μιας εταιρείας υφασμάτων, όπου κρύβεται αυτός ο μεταφυσικός γραφέας που πρέπει να είχε γνωρίσει κάπου τον Μπάρτλεμπυ του Μελβίλ. Ταυτόχρονα με τη Λισαβόνα, τον δρόμο και το γραφείο παίρνει τη θέση του στη λογοτεχνία και ένα κουρείο, μια κακοφωτισμένη τρύπα στην οποία κάθεται ο Μπερνάντο Σοάρες με μια πετσέτα χωμένη στο γιακά του. Έχει στο πρόσωπο μια ανεξιχνίαστη έκφραση, και κοιτάζει την πόρτα τού πίσω μέρους του μαγαζιού. Γιατί εκείνη η γέρικη πόρτα, από όπου θα περίμενε κανείς να εμφανιστεί ο κουρέας, βλέπει κατευθείαν στο Σύμπαν.»



Η Νοσταλγία του Πιθανού: Γραπτά για τον Φερνάντο Πεσσόα

Antonio Tabucchi, μτφ: Ανταίος Χρυσοστομίδης

Άγρα, 2007