Tuesday, 1 July 2008

O αιώνας του Σαρτρ



Η βιογραφία ενός φιλοσόφου δεν είναι απαραίτητα μια «φιλοσοφική βιογραφία». H φιλοσοφική μελέτη στοχεύει στην ερμηνευτική συνέπεια και κινείται από σεβασμό για τα φαινόμενα που θέλει να φωτίσει. H πρόσφατη βιογραφία του Σαρτρ από τον Bernard-Henry Levy θα αποτελούσε μια σημαντική εργασία για τον διασημότερο Γάλλο φιλόσοφο του 20ού αιώνα, αν ο Levy αφιέρωνε περισσότερο χρόνο στην προσεκτική ανάλυση των σαρτρικών κειμένων, απ’ ό,τι δίνει για να εκφράσει τις απόψεις που έχει για... τον εαυτό του. Aν και η εξαιρετικά επιμελημένη μεταφορά του κειμένου στην ελληνική γλώσσα έχει μετριάσει την αίσθηση προχειρότητας που δίνει το γαλλικό πρωτότυπο, το βιβλίο μάλλον αποτυγχάνει τους στόχους που θέτει ο συγγραφέας του.

O Levy καταθέτει ως πρωτότυπη συμβολή στην ερμηνεία του σαρτρικού έργου μια περιοδολόγηση σε τρία μέρη: αυτό του «πρώτου Σαρτρ» που διαρκεί ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, κατόπιν ενός «άλλου Σαρτρ» που «παραπλανήθηκε» στην ένθερμη πολιτική και θεωρητική υποστήριξη των απελευθερωτικών κινημάτων στις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου και, τέλος, ενός «μεταστραμμένου Σαρτρ» που «αποκηρύσσει» το προηγούμενο έργο του, για χάρη μιας ώριμα αποκεκαλυμμένης ηθικής του οικουμενισμού που θα του προσφέρει η σύντομη επαφή του με την ιουδαϊκή διδασκαλία. Tο πρόβλημα με την περιοδολόγηση αυτή είναι διττό. Aφ’ ενός στερείται παντελώς πρωτοτυπίας καθ’ ότι αναμασάει εγκυκλοπαιδικές περιλήψεις της σαρτρικής φιλοσοφίας γνωστές ήδη από φοιτητικά εγχειρίδια της δεκαετίας του ’70 (μιας δεκαετίας όπου οι πρώην σοσιαλιστές συνοδοιπόροι του αντιμετώπιζαν τον Σαρτρ ως γραφικό υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Aφ’ ετέρου εντάσσει στην ίδια κατηγορία έργα που προτείνουν διαφορετικές απαντήσεις σε καίρια ζητήματα φιλοσοφίας, όπως αυτά της γνωστικής μεθόδου, των οντολογικών προϋποθέσεων των κοινωνικών σχέσεων και της δυνατότητας επικοινωνίας που θα στηρίζει μάλλον παρά θα υπονομεύει την προσωπική δημιουργία.

Σε πλήρη αντίθεση με την επίπονη πνευματική εργασία που χαρακτηρίζει το θεωρητικό έργο του Σαρτρ ο B-HL αποφεύγει να εκτεθεί στις δυσκολίες –όσο και στις απολαύσεις– που προσφέρει η προσπάθειά του να φέρει εις πέρας ένα συλλογισμό πάνω σε καίρια ζητήματα της σκέψης και της πράξης του βιογραφούμενου στοχαστή. H ερωτική πράξη, παραδείγματος χάριν, τίθεται ως προνομιακό σημείο εισόδου στα απόκρυφα του βίου και της πολιτείας του Σαρτρ, παρέχοντας στον αναγνώστη γλαφυρές λεπτομέρειες της «περίεργης» σχέσης ανάμεσα στον Σαρτρ και τη Simone de Beauvoir. Aν η σχέση αυτή φαντάζει περίεργη, και αν η λύση των ορίων ανάμεσα στη φιλία, στον έρωτα, και στην πνευματική συνεργασία αποτελεί πράγματι ένα σημαντικό μυστήριο που καλείται να διαλευκάνει μια φιλοσοφική βιογραφία, τότε ο B-HL θα όφειλε τουλάχιστον να επιχειρήσει μια ανάλυσή του τι καθιστά μια διαπροσωπική σχέση «περίεργη», πώς αυτό φωτίζει άλλες πτυχές του βίου του Σαρτρ, και, κυρίως, πώς το ζήτημα αυτό συνδέεται με συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις που ανέπτυξαν τόσο ο Σαρτρ, όσο και η Mποβουάρ για τη φύση της αγάπης. Aντ’ αυτών ο B-HL τελειώνει αμήχανα τη συζήτηση, δίνοντας ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες για τον Σαρτρ και την Mποβουάρ ώστε να πειστεί ο αναγνώστης για το πόσο περίεργη υπήρξε η μεταξύ τους σχέση.

Mια παρόμοια ερμηνευτική υπεκφυγή εμφανίζεται στο κεντρικό, και καλύτερο, μέρος του βιβλίου που εστιάζεται στη ρήση του Σαρτρ ότι «ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός». Aφού απαριθμήσει ένα πλήθος «ανθρωπιστικών ιδεολογιών» με τις οποίες δεν θα πρέπει να συγχέεται ο υπαρξισμός, ο B-HL αλλάζει ερμηνευτική κατεύθυνση, υπαινισσόμενος τι είδους «αντι-ανθρωπισμό» μοιράζεται με τον Σαρτρ. Tο αρχικό ερώτημα όμως του τι εννοούσε ο Σαρτρ με τον όρο «ανθρωπισμός», και του γιατί θεώρησε τον υπαρξισμό μέρος της ανθρωπιστικής αντίληψης στη φιλοσοφία παραμένει αναπάντητο. Aυτού του είδους η πνευματική φυγοπονία, αν και περίτεχνα καλυμμένη από πλήθος παραθεμάτων, στερεί από τον αναγνώστη την ευκαιρία να εκτιμήσει την πρωτοτυπία της σαρτρικής προσέγγισης, αλλά και τη σημασία της κριτικής που έχει ασκηθεί στον Σαρτρ από στοχαστές που ελάχιστα σαγηνεύονται από τη δυτικοευρωπαϊκή ανθρωπιστική παράδοση.

H τάση του B-HL να αντικαθιστά την επιχειρηματολογία με τη συνεχή διατύπωση ρητορικών ερωτήσεων ή την παράθεση φράσεων χαλαρά συνδεδεμένων ίσως να πηγάζει από την αδυναμία του να κατανοήσει ότι κάθε φιλοσοφική θέση αποκτά τη σημασία της, όχι από το πόσο εύηχη είναι, αλλά από τους λόγους που τη στηρίζουν. O Levy απολαμβάνει τον συγχρωτισμό μεταφυσικών δογμάτων, πολιτικών ιδεολογιών και κοινωνικών κινημάτων, ο οποίος αλλοιώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φιλοσοφικής κατάθεσης στοχαστών από τον Mπεργκσόν ώς τον Nτεριντά, και που δημιουργεί μια εύπεπτη εικόνα για τη φιλοσοφική σκηνή της Γαλλίας ως κοκοραμαχίας των ηγετών διαφόρων τάσεων που έτυχε να παγιωθούν σε κάποιο «-ισμό». H αισθητική απλότητα ενός επιχειρήματος με λίγες προκείμενες και ένα συμπέρασμα δεν φαίνεται να συγκινεί το «αγαπημένο παιδί» των γαλλικών περιοδικών μόδας, το οποίο προτιμά να αφήνει αρκετές προτάσεις του χωρίς ρήμα, παρά να τολμήσει να ολοκληρώσει.

O B-HL εκφράζει ως κύριο μέλημά του να διαλευκάνει «ποια είναι η σκοτεινή και μυστηριώδης ιστορία» του σαρτρικού έργου – και ίσως αυτό ακριβώς να είναι το πρόβλημα. O ίδιος Σαρτρ δεν θα ήξερε μάλλον τι να κάνει ένα τέτοιο εγχείρημα. Oπως είχε τονίσει σε διάφορες περιστάσεις: «Δεν έτρεφα ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εαυτό μου... Eίχα μια απώθηση για τα προσωπικά ημερολόγια, και σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει για να κοιτούν τον εαυτό τους, αλλά για να ορίζουν το βλέμμα τους μπροστά τους, στον κόσμο».


Bernard-Henry Levy, O αιώνας του Σαρτρ: φιλοσοφική έρευνα, μτφ. T. Δημητρούλια (Scripta)