Όταν ο Debussy έφτασε στο πανδοχείο που θα τον φιλοξενούσε για τις διακοπές του στο Dover, έγραψε στο σημειωματάριό του πόσο ευτυχισμένος ήταν που θα περνούσε λίγο χρόνο μακριά από τα σαλόνια του Παρισιού όπου όλοι «οι μουσικοί μιλούν για ζωγραφική, και οι ζωγράφοι για μουσική».
Αν ο Debussy θεωρούσε ότι η εύλογη ενασχόληση του κάθε δημιουργού είναι η τέχνη του - των μουσικών η μουσική που συνθέτουν, και των ζωγράφων τα εικαστικά τους τεχνήματα - προφανώς θα ένιωθε μάλλον άβολα στην Ελλάδα, όπου ακόμη θεωρείται «ότι το απαγορεύει η δεοντολογία ή η αξιοπρέπεια» (όπως δήλωσε πρόσφατα ο Δημοσθένης Κούρτοβικ) για έναν συγγραφέα να συζητά το έργο του, vis à vis της εύστοχης ή άστοχης κριτικής που έχει δεχτεί.
Η ομιλία του Κούρτοβικ περιείχε πολλά καλά στοιχεία - και μαζί με την ανεπιτήδευτη και πλέον ουσιαστική παρουσίαση του Τατσόπουλου, και την εξαιρετική ανακοίνωση του Καψάλη - ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις στην διημερίδα της Σχολής Μωραΐτη.
Το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως, που ex cathedra φαίνεται να αποφασίζει ο Κούρτοβικ, είναι πολύ ευρύ, και δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί με την αποσπασματική αναφορά σε επιμέρους ισχυρισμούς. Πριν λίγο καιρό είχε εκτυλιχτεί μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων στο, πάντοτε ανοικτό προς συζήτηση, ‘Βιβλιοκαφέ’. Θα μπορούσα απλώς να καταγράψω τη δική μου, λιγοστή, εμπειρία επί του θέματος.
Η διαδικασία κριτικής παρουσίασης στον ξένο τύπο, γίνεται, συνήθως, ως εξής: ο εκδότης μού προτείνει να παρουσιάσω ένα βιβλίο, αν δεχτώ, η κριτική μου θα σταλεί στον υπεύθυνο ύλης, ο οποίος αυτομάτως στέλνει αντίγραφό της στον συγγραφέα του κρινόμενου βιβλίου. Αν ο συγγραφέας το επιθυμεί μπορεί να καταθέσει τις όποιες ενστάσεις ή παρατηρήσεις του, τις οποίες μπορώ, δίχως όμως να υποχρεούμαι, να λάβω υπ' όψιν. Κατόπιν το κείμενό μου δημοσιεύεται στην τελική του μορφή, χωρίς εκδοτικές παρεμβάσεις.
Όπως γνωρίζουμε, στην εγχώρια παραγωγή τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Θεωρώ, πάντως, ότι οι περισσότεροι επαγγελματίες κριτικοί γράφουν ως εάν (όπως έλεγαν κάποτε) ο κύριος αποδέκτης της κριτικής μας, δηλ. ο συγγραφέας του υπό κρίση κειμένου, θα μπορούσε άμεσα να απαντήσει, να διορθώσει ή να βελτιώσει την ερμηνευτική μας προσέγγιση. Ο διάλογος μεταξύ κριτή και κρινόμενου, εφόσον στην Ελλάδα δεν είναι υπαρκτός, λειτουργεί, πιστεύω, για κάποιους επαγγελματίες (ή αθεράπευτα ρομαντικούς) κριτικούς, ως ρυθμιστικό ιδεώδες.
Κατά πόσο η απροκατάληπτη ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη λογοτεχνική εργασία του καθενός θίγει την «δεοντολογία ή την αξιοπρέπεια» του λογοτέχνη, είναι, όπως σημείωσα ένα ευρύτερο ζήτημα που φωτίζεται αλλά δεν εξαντλείται από την προσωπική εμπειρία ενός εκάστου εξ ημών.