Κάθε εικόνα είναι μια επιφάνεια με νόημα: ό,τι δίνει νόημα στην εικόνα, όμως, δεν είναι ποτέ επιφανειακό.
Για να ερμηνεύσουμε ορθά το νόημα της εικόνας καλό είναι να αποστρέψουμε για λίγο την προσοχή μας από το τι μας δείχνει, και να εστιάσουμε στο πώς το παρουσιάζει: ποιος είναι ο τρόπος, η λειτουργία, η (νοητική, κοινωνική, και πολιτισμική) διαδικασία μέσω της οποίας μια επιφάνεια μπορεί να απεικονίζει κάτι. Μια επιφάνεια λειτουργεί ως εικόνα όταν προσφέρει στην όρασή μας κάτι που δεν είναι παρόν. Η παρουσίαση αυτού που απουσιάζει, με τρόπο αβίαστο, άμεσο, και διακριτικό, είναι το στοίχημα που κάθε εικόνα φαίνεται να κερδίζει, είτε πρόκειται για το πορτρέτο του Ματίς απ’ τον Ντεραίν, είτε για μια καρδιά χαραγμένη στον φλοιό ενός δέντρου, είτε για τα διαδικτυακά φωτογραφήματα που μόλις έλαβα στο ‘κινητό’.
Η κυριαρχία της λεγόμενης «εικονικής πραγματικότητας», συνοδεύεται από την υποχώρηση του στοχασμού γύρω από τη φύση, τη λειτουργία, και την αξία της ίδιας της εικόνας. Ενδεικτική είναι η αμηχανία πολλών διανοουμένων απέναντι στον εικονιστικό πληθωρισμό της εποχής μας – ενώ σε θεωρητικό επίπεδο εκφράζουν μια έντονη απαρέσκεια για την κυριαρχία των εικόνων, στον καθημερινό τους βίο δεν διστάζουν να κάνουν περισσή χρήση των τεχνητών, καλλιτεχνικών, και ηλεκτρονικών μηχανισμών οπτικής αναπαράστασης. Υπάρχει εντέλει τρόπος να αποφύγουμε την διαρκή μετατόπιση από την εικονολατρεία στην εικονοφοβία;
Το σημερινό αφιέρωμα επιχειρεί να ερμηνεύσει την εμπειρία των εικόνων που κατακλύζουν το αντιληπτικό μας πεδίο, με τη βοήθεια φιλοσόφων της αισθητηριακής αντίληψης, ιστορικών της τέχνης, και ερευνητών του πολιτισμού. στόχος του είναι να αναδείξει την πολυμορφία της απεικονιστικής λειτουργίας, να επισημάνει τις ιστορικές καταβολές της εικονογραφίας ως επικοινωνιακού εργαλείου, και να φωτίσει μέρος της περίπλοκης διαδικασίας που επιτρέπει σε μια κατάλληλα επεξεργασμένη επιφάνεια να κοινωνεί στον θεατή το νόημά της.