Sunday 27 May 2007

Γλώσσες της Τέχνης


Το έντονο ενδιαφέρον του κοινού στη χώρα μας για την τέχνη, όπως υποδηλώνεται από τα ρεπορτάζ καλλιτεχνικών εγκαινίων σε κοσμικές στήλες, ή την συνεχώς αυξανόμενη κοπή εισητηρίων σε αίθουσες συναυλιών, θεάτρου, κινηματογράφου, ή χορού, δεν αντανακλάται σε κάποια δημόσια – ή έστω blog-όσια – συζήτηση για την αισθητική. Ο φιλοσοφικός λόγος για την τέχνη παραμένει μοναχική απασχόληση των ειδικών.

Η αιτιολόγηση αυτής της απουσίας μοιάζει εύκολη: πως να προσεγγίσεις φιλοσοφικά την τέχνη, αν – όπως ακούγεται τόσο συχνά - η τέχνη δεν είναι παρά θέμα ‘γούστου’, ‘μόδας’, ή ‘κυκλωμάτων’;

Στην πραγματικότητα όμως μπορεί να σκεφτόμαστε διαφορετικά – αλλιώς γιατί να ξοδεύουμε επιπλέον χρόνο και χρήμα διασταυρώνοντας τις κριτικές στον τύπο πριν αποφασίσουμε τι θα δούμε – ακόμη και ιδιόμορφα, όπως στην περίπτωση ενός φίλου που περιμένει να διαπιστώσει ποια ‘πρωτοποριακή’ παράσταση θα λάβει την μεγαλύτερη προβολή για να την αποφύγει.

Δεν νομίζω ότι η αισθητική αποτελεί ίδιον των εκλεκτών. Στο μέτρο που κρίνουμε έλλογα ένα έργο τέχνης (είτε πρόκειται για τον Βυσσινόκηπο, είτε για ένα καρτούν) φιλοσοφούμε. Ενα δείγμα του πως αναπτύσεται η αισθητική σκέψη με ευκρίνεια και βάθος, μας δίνει η (σχεδόν) άψογη μετάφραση του βιβλίου Γλώσσες της Τέχνης.

Γραμμένο στα τέλη του ’60, το κείμενο του Goodman έθεσε ουσιαστικά τους όρους της σύγχρονης φιλοσοφικής συζήτησης για την τέχνη. Αυτό που απολαμβάνω ως αναγνώστης του είναι η ανατρεπτικότητα των αισθητικών παρατηρήσεων του Goodman, κι η μαστοριά με την οποία δουλεύει το εννοιολογικό υλικό του.

Εκτός όμως από την ενασχόληση με τις λεπτομέρειες των επιμέρους ζητημάτων, υπάρχει μια βασική σκέψη, που διατρέχει και τα έξι κεφάλαια του βιβλίου, δίνοντας συνοχή στην εξέταση τόσο διαφορετικών θεμάτων όσο η χαρακτική του Ρέμπραντ και η μουσική του John Cage. Είναι η σκέψη πως κάθε μορφή τέχνης είναι ένα σύστημα συμβόλων που τροποποιεί την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.

Ως μέρος ενός συμβολικού συστήματος, κάθε έργο τέχνης ερμηνεύει τον κόσμο, καλώντας παράλληλα εμάς – ως θεατές, ακροατήριο, ή αναγνώστες του – να το αποκωδικοποιήσουμε. Η διαδικασία αυτή οδηγεί με την σειρά της όχι στην απλή ανα-παράσταση του ήδη υπαρκτού, αλλά στην δημιουργία νέων κόσμων.

Αν και η άποψη αυτή είναι αρκετά ελκυστική, ο τρόπος που την επεξεγάζεται ο συγγραφέας οδηγεί – πιστεύω - σε μία προβληματική συνέπεια. Το κάθε είδος τέχνης παρουσιάζεται ως μία γλωσσα. Κάθε γλώσσα είναι (κατ’αρχάς, και ως ένα βαθμό) μεταφράσιμη σε άλλες γλωσσες. Αρα κάθε είδος τέχνης είναι in principle μεταφράσιμο σε άλλο είδος. Η μεταφρασιμότητα γίνεται εδώ το πρώτο βήμα προς την ανταλλαξιμότητα σκέψεων, κρίσεων και νοημάτων. Αλλά είναι αυτό ακριβώς που νομίζω ότι δεν ισχύει στην τέχνη. Το βίωμα της ζωγραφικής δεν είναι ανταλλάξιμο με την αναγνωστική εμπειρία ανάγνωσης της περιγραφής ενός πίνακα.

Η ιδιαιτερότητα της κάθε τέχνης δεν αφορά μόνο την διαφορετικότητα των μέσων που χρησιμοποιούν αντίστοιχα η ζωγραφική και η λογοτεχνία. Ακόμη κι αν πρόκειται για το ίδιο ‘υλικό’ η κάθε τέχνη το μορφοποιεί αλλιώτικα. Η ίδια χειρονομία λειτουργεί διαφορετικά ανάμεσα σε δυο γυναίκες που συνομιλούν σε ένα υπόγειο της Οδού Κεφαληννίας, και σε είκοσι άντρες που κινούνται στην σκηνή του Παλλάς. Ο χώρος μπορεί να είναι μέρος ενός βιώματος που δεν μεταφράζεται. Αν δεν αισθανόμαστε την διαφορά, ή αν επιδιώκουμε την διαρκή συγχώνευση των μορφών τέχνης, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια επίπεδη – και για τούτο φτωχότερη – εμπειρία της τέχνης.


Νέλσον Γκούντμαν, Γλώσσσες της Τέχνης (μτφ. Πάνος Βλαγκόπουλος, ΕΚΚΡΕΜΕΣ)

10 comments:

Pellegrina said...

Αγόρασα σήμερα το βιβλίο (επίσης αγόρασα και τον Ουελμπέκ που λέγαμε στο βιβλιοκαφέ) Μέχρι να το διαβάσω, δυο δικές μου "φιλοσοφικές"! παρατηρήσεις.
Όλες οι τέχνες εξαρτώνται πάρα πολύ από το υλικό κατασκευής τους. Ο κώδικάς τους, αν υπάρχει τελικά κάτι τέτοιο, ειναι σε μεγάλη εξάρτηση από αυτό, τόσο που πιστεύω ότι όταν αλλάζει το υλικό αλλάζουν και οι κώδικες. Για τη ζωγραφική να πω επί του παρόντος δυο πράγματα.
Η σύγχρονη ζωγραφική είναι "πίνακας" (Δεν ήταν πάντα έτσι. Οι αρχαίοι, ο Μιχαήλ Άγγελος κλπ δεν έκαναν "Πίνακες". Ο πίνακας είναι οικονομικής και ταξικής φυσεως γέννημα, anyway).
Η πραγμάτωση της ζωγραφικής σε "πίνακες" δημιουργεί ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη λογοτεχνία(πλην όλων των άλλων διαφορών φυσικά) Πρώτη: ο περιορισμένος χώρος αλλά απεριόριστος χρόνος ωθεί σε μια δημιουργική διαδικασία κατά την οποία αναζητάς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επί τούτου, ο Πικάσο λέει:"Αν ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε να ζωγραφίσουμε, τότε για ποιο λόγο να το φτιάξουμε; Αν το ξέρουμε ήδη, πάυει να έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Καλύτερα να φτιάξουμε κάτι άλλο". Ακραίο (ποτέ δεν ξέρεις, πριν το φτιάξεις, και το ίδιο ισχύει στο γράψιμο) αλλά οι διαφορές έιναι φανερές. Στον πίνακα το προσχέδιο γίνεται γρήγορα, περιορισμένα και έχει ελάχιστα στοιχεία. Εκέι επάνω, στο ένα επί ένα αρχίζει η αναζήτηση. Για όσο θέλεις. Οι τεχνικές σβησίματος και διορθώματος άπειρες, και κάθε φορά το σύνολο είναι μπροστά σου για να δεις την επίδραση σε αυτό. Αν ο μυθιστοριογραφος χαθεί σε μια τέτοια αναζήτηση, αμφίβολο αν θα βγει μυθιστόρημα της προκοπής, ακόμα και μεταμοντέρνο. Το μυθιστόρημα έχει αρχιτεκτονική.Πειραματίζεσαι βέβαια στη διάρκεια της γραφής, αλλά δεν έχεις την άνεση και την ελευθερία του ζωγράφου, που ελέγχει κάθε στιγμή το αποτέλεσμα. Γι αυτό ίσως και οι πετυχημένες καινοτομίες στη ζωγραφική είναι πιο συχνές.
Το δέυτερο σε σχέση με το "πίνακας": Ο πίνακας στην πραγματικότητα είναι μέρος ενός έργου. Όσο πιο σημαντικός ο ζωγράφος, τόσο πιο ασήμαντος είναι ένας πίνακάς του! (αντιλαμβάνεσαι το νόημα)Είναι η λέξη μιας πρότασης, το κεφάλαιο ενός βιβλίου. Μερικές φορές λέω υπερβολικά ίσως, ότι το να μου δείχνουν έναν πίνακα (από τους χιλιάδες) του Πικάσο είναι σαν να δέιχνω τη λέξη "τον άνδρα" (πχ) από μια τραγωδία του Αισχύλου και να λέω "αυτό είναι Αισχύλος"! Υπερβολή, το ξέρω. Όμως, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει. ο Πικάσο λέει: "Οι πίνακες, ολοκληρωμένοι ή μη είναι σελίδες του ημερολογίου μου και έχουν σημασία ως τέτοιες". Κι αλλού: "Ένας καλός πίνακας ανάμεσα σε κακούς πίνακες γίνεται κακός πίνακας. Ένας κακός πίνακας ανάμεσα σε καλούς πίνακες γίνεται καλός πίνακας".
Πρόκειται δηλ. για context. Η αυτονόμηση του πίνακα έγινε για καθαρά οικονομικούς λόγους. Για να γράψει ένα "βιβλίο" ο ζωγράφος κάνει πολλούς πίνακες. Αλλά οι σελίδες σκίζονται και πουλιούνται ως αυτόνομα έργα με την ακριβή υπογραφή-επένδυση!
(Αν ενώναμε το έργο του Πικα΄σο θα φτάχναμε έν αμυθιστόρημα;;)
Αυτά, η φιλόσοφος! Θα επανέλθω μετά την ανάγνωση (όπου και αν βρίσκεται το μπλογκ. Και ο Πατριάρχης με τον Ουελμπέκ δεν θα μου γλιτώσει, όπου κι αν βρίσκεται το μπλογκ!)
Goodnight, Κ.
(τα αποσπάσματα από το σκέψεις για την τέχνη, του Πικάσο, εκδ. Printa)

ioeu said...

Η μορφή, πράγματι, αλλάζει. Αλλάζει ο κώδικας. Πίσω όμως, βαθιά μέσα στη σύλληψη το σπέρμα μένει πάντα ίδιο. Τι κι αν εκφραστώ με λέξεις, με ήχους ή με χρώματα? Η δύναμη που γέννησε την έκφρασή μου είναι μία και μόνη. Η πρόσληψή της από τον δέκτη, ακολουθεί βέβαια τον κώδικα, αλλά, αν καταφέρει (πράγμα σπάνιο και για τούτο σπουδαίο) να φτάσει ως την απώτατη πηγή της σύλληψης, να γίνει συνδημιουργός, όχι στο άναμμα της φωτιάς αλλά στην αναμόχλευσή της, τότε και σύλληψη και κώδικας και έργο δικαιώνονται. Κι οι σπινθήρες πετάγονται τριγύρω. Μη σε κάψουν!...

Kafeini said...

@ioeu,
Οι σπινθήρες είναι το ζητούμενο - δημιουργοί κι αποδέκτες της τέχνης ζούμε με τα εγκαύματα - ευχαριστώ για το δυνατό σχόλιο.

Kafeini said...

@pellegrina,
Γόνιμες σκέψεις, σημαντικές - θέτουν ζητήματα τόσο για την παραγωγή όσο και την αξιολόγηση της τέχνης - να υποθέσω ότι η ζωγραφική αποτελεί μία από τις ασχολίες σου; Θα περιμένω την άποψή σου, όταν κοιτάξεις το βιβλίο.

Pellegrina said...

@ioeu,
Από ό,τι είδα είστε ποιητής, άρα πολύ φυσικό να τονίζετε αυτή την άποψη. Ο ποιητής κινείται γύρω από το χώρο του π υ ρ ή ν α. Όλων των τεχνών.
Υπάρχει και η άλλη άποψη: να μη γίνει ταύτιση, μα αλληλοσυμπλήρωμα. Το ίδιο αποτέλεσμα.
dear K, έχω "βιολογική" σχέση με τη ζωγραφική: ήταν ζωγράφος ο ένας από τους δυο γονείς μου. Έντονα βιώματα γύρω από τη διαδικασία. Προσωπικά πειραματίστηκα ακριβώς για να ζήσω αυτή τη διαδικασία, όχι για να γινω πραγματικά ζωγράφος. Νομίζω ο καθένας μπορεί και είναι ωραία εμπειρία.
(Διαβάζω τον Ουελμπέκ. Να σου πω, μια χαρά μου φάινεται. Το δικό σου, από ό,τι είδα, δεν είναι αισθητική θεωρία, αλλά κάτι σαν σημειολογία με τα εργαλεία της αναλυτικής φιλοσοφίας. Θα σου γράψω όταν το διαβάσω

ioeu said...

Αγαπητή Pelle,

"ποιητής", βαριά κουβέντα...

πάντως να προσθέσω ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την "ποίηση" με την κυριολεκτική έννοια της δημιουργίας είναι ενιαίος και αδιαίρετος για όλες τις τέχνες. Πράγματι, ο πυρήνας είναι πάντα εκεί. Ακόμη και ερήμην μας.

Kaf.,

τα σέβη μου

Kafeini said...

καλησπέρα pellegrina,
όπως έχεις ήδη αντιληφθεί το βιβλίο του Γκούντμαν μπορεί να θέτει ζητήματα θεωρίας της τέχνης αλλά είναι γραμμένο από την σκοπιά της γνωσιακής θεωρίας της αντίληψης - πεδίο στο οποίο ο Γκουντμαν άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Αρκετά απο τα επιχειρήματα του βιβλίου φέρουν τις αρετές - αλλά και τα προβλήματα - που χαρακτηρίζουν την όλη θεωρία του για την ορθότητα του πραγματισμού - η καλύτερη, πιστεύω, έκφραση των απόψεών του βρίσκεται στο σύντομο 'Ways of Worldmaking' (1978). Η επιστημολογία του Γκούντμαν ήταν καθοριστική στο να κάνει τους λοιπούς αναλυτικούς φιλοσόφους να πάρουν την αισθητική ως ερευνητικό αντικείμενο στα σοβαρά. Κατά πόσο όλα αυτά τα ζητήματα αφορούν την ίδια την εμπειρία της τέχνης είναι ένα άλλο θέμα...

Pellegrina said...

Την αφορούν, αν μπορεί κάποιος να διαβάσει "παιχνιδιάρικα" (ακόμα και τέτοια βιβλία, κυρίως αυτά) Πχ, μιλώντας για ρεαλισμό, κάνει καλό στον όποιο δημιουργό να συνειδητοποιήσει ότι ο ρεαλισμός είναι κι αυτός μια "γλώσσα' μέσα στο όλο σύστημα αναπαράστασης, δηλ. κρίνεται ως ρεαλισμός όχι σε σχέση με την πραγματικότητα αλλά σε σχέση με τα προτυπα "ρεαλισμού" του συστήματος. Είναι όπως στις θεωρίες της αφήγησης η γραμμική αφήγηση (κι αυτή μια σύμβαση, δεν έχει μεγαλύτερη σχέση με την πραγματικότητα από άλλες αφηγήσεις, αν αλλάξεις τη σειρά δεν αλλάζει η ιστορία).
Όλοι οι δημιουργοί (και οι ποιητές, ioeu) μπορούν να επωφεληθούν από θεωρητικά βιβλία, προσαρμόζοντάς τα στις ανάγκες τους.
Κ, πάλι μου έφερες αναμνήσεις από τα νιάτα μου. Στη φιλοσοφική έπαιρνα τη φιλοσοφία ως προαιρετικό μάθημα, σχεδόν μόνη από όλο το έτος. Οι άλλοι έπαιρναν λαογραφία. Δεν μετάνιωσα(έπαιρνα και 10ρια, anyway!)
Άλλαξε ποστ, το κάναμε βαρύ!

Anonymous said...

Όποιος μάθει στους έλληνες ότι δε λέμε δε-π-τερόλεπτα αλά δε-υ-τερόλεπτα και ότι η προστακτική δεν παίρνει αύξηση,θα έχει προσφέρει στην Ελλάδα περισσότερα από ό,τι ο Βενιζέλος που επί των ημερών της πρωθυπουργίας του διπλασιάστηκε η Ελλάδα.
Η μεγαλωσύνη στα έθνη δε μετριέται με της καρδιάς το πύρωμα και με αίμα,αλλά με τη γνώση της γλώσσας τους από τους ανθρώπους που τα αποτελούν.
Γιώργης Χολιαστός

Dean said...

Good reading this post