Οταν άδειασε το πρώτο μπουκάλι κρασί, η συζήτησή μας πέρασε στη μελαγχολία: «Τον δύσθημο άνθρωπο,» μου λέει ο Taylor, «οι μεσαιωνικοί πίστευαν πως τον κατείχε η μέλαινα χολή. Αν παραπονεθώ σήμερα σε κάποιον για το πως νιώθω μ’όλα αυτά που συμβαίνουν, θα μου πει ‘πάλι δεν έφαγες πρωινό – πως περιμένεις να σου φτιάξει η διάθεση με σκέτο καφέ’.»
Το βλέμμα του Taylor είναι αψύ, κι αισθάνομαι πως κάθε του κουβέντα πηγάζει από την ανάγκη να επικοινωνήσει την αλήθεια για κάτι επείγον – όσο επείγον μπορεί να είναι το φιλοσοφικό θέμα της σύστασης του εαυτού. Η απάντηση που μας δίνει στις 856 σελίδες του κορυφαίου έργου του έχει – κατά την άποψή μου - δύο σκέλη. Μπορούμε να κατανοήσουμε την σύγχρονη ταυτότητα μόνο αν γνωρίζουμε το πως διαμορφώθηκε (κι αυτό απαιτεί να ανατρέξουμε στις πολιτισμικά εγγύτερες ή ιστορικά απώτερες ‘πηγές του εαυτού’.) Η κατανόηση αυτή δεν είναι απλά θεωρητικού χαρακτήρα (κι εδώ έγκειται το δεύτερο και σημαντικότερο σκέλος της απάντησης). Το τι είμαι ορίζεται ουσιαστικά από τους τρόπους με τους οποίους το κάθε τι έχει τώρα ζωτική σημασία για μένα. Η ερμηνεία αυτής της σημασίας αποτελεί την κατεξοχήν ‘ατομική υπόθεση’, αφού μέσω της προσωπικής ανακάλυψης της σημασίας των πραγμάτων, συγκροτείται ο καθένας μας σε ξεχωριστό εαυτό. Η ανάλυση της διαδικασίας ‘αυτο-συγκρότησης’ είναι το κύριο μέλημα της θεωρίας του Taylor – μιας θεωρίας ανενδοίαστα γλωσσοκεντρικής, μια που, για τον Taylor, η δημιουργία του εαυτού προϋποθέτει μια γλώσσα στην οποία μπορεί να διατυπωθεί η σημασία αυτού που βιώνω, στο κάθε άγγιγμα και στην κάθε σκέψη, την κάθε στιγμή που γεύομαι την πραγματικότητα – τόσο την δική μου, όσο και των άλλων.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η συστηματική ανάλυση του νοήματος της εμπειρίας (που επιχειρείται στο πρώτο τμήμα του βιβλίου), διακόπτεται μάλλον, παρά αναπτύσσεται, στην μεγαλόπνοη σύνθεση της ‘ιστορίας της εσωτερικότητας’, από τον Αυγουστίνο ως τον Ντιντερό (που στοιχειοθετείται στα επόμενα τρία μέρη). Η φιλοσοφική κι ιστοριογραφική ατζέντα επανασυνδέονται στα κεφάλαια 20 ως 24, που είναι και τα αρτιότερα του βιβλίου. Εδώ ο Taylor βαδίζει σε σταθερό έδαφος, προσφέροντας μια στοχαστική περιήγηση σε κείμενα της Ρομαντικής σκέψης, η οποία με τον ακραίο (γι άλλους αισθητικά υπέροχο, και γι άλλους πολιτικά αδιέξοδο) ατομικισμό της, λειτουργεί ως αντί-φωνο της προσπάθειας του Taylor να γνωρίσει τον εαυτό του στο πλαίσιο της ίδιας της συγγραφικής του εργασίας.
Η προσπάθειά του ωστόσο περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Taylor που αναδύεται από το έως τώρα έργο του δεν είναι ένα άτομο αλλά μία πολλαπλότητα: διεθνιστής σοσιολδημοκράτης, αλλά που συχνά εκφράζεται στην τοπική καναδική διάλεκτο quebecqoi, συντηρητικά ρωμαιοκαθολικός Χριστιανός, αλλά και λάτρης του Τζόις, του Μπέργκμαν και του Ρίλκε.
Είναι άραγε αρνητικό να φέρει κανείς μέσα του τόσο ανόμοια πολιτισμικά πρότυπα; Δεν είναι στιγμές που η λεγόμενη απαίτηση για ‘σαφείς επιλογές’ μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική πτώχευση ή εννοιολογική αυτο-λοβοτομή; Το στοίχημα του Taylor είναι να δείξει πως - και εάν - η πληθώρα των μοντέλων εαυτού που ανασυνθέτει στο έργο του οδηγεί στην ολοκλήρωση κι όχι στην διάλυση του ‘σχεδίου’ του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για μια ορθολογική συγκρότηση της προσωπικής ταυτότητας αυτόνομων ατόμων.
Το στοίχημα μπορεί ίσως να κερδιθεί αν η θεωρία του για την κοινωνική διάσταση της ταυτότητας (στα κεφάλαια 17 και 25) λάβει σοβαρά υπ’όψη της την αναφορικότητα του προσώπου, ως μιας έλλογης παρουσίας, σε διαρκή συ-ζήτηση με άλλα πρόσωπα για την νοηματοδότηση και την ερμήνευση της κοινής (ιστορικά, πολιτικά κι αισθητικά αρθρωμένης) εμπειρίας. Μιας συζήτησης που, σύμφωνα με την πείρα μου, χρειάζεται τόσο λίγα υλικά για να ευοδώσει: ορθή γνώση των πηγών, κοινή γλώσσα κι ένα καλό μπουκάλι κρασί.