Friday, 27 April 2007

Το βλέμμα της τέχνης

Η ιστορία είναι γνωστή. Το πρωϊνό της 26ης Απριλίου 1937, εκπληρώνοντας την επιθυμία του δικτάτορα Φράνκο, γερμανικά βομβαρδιστικά ισοπεδώνουν μια Βασκική πόλη, σκοτώνοντας τον άμαχο πληθυσμό. Ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα σηματοδοτεί την έναρξη αυτού που οι επαγγελματίες της διεθνούς διπλωματίας ονομάζουν ‘ολικό πόλεμο’ (total war). Είνα επίσης γνωστό ότι λίγες εβδομάδες αργότερα, στη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού, οι επισκέπτες θα έβλεπαν μια τεράστια, σχεδόν μονοχρωματική, επιφάνεια, ζωγραφισμένη με πυρετώδεις ρυθμούς, που έμελε να γίνει το διασημότερο έργο τέχνης του 20ου αιώνα. Η δυσφορία που ίσως νειώθουμε σήμερα στο άκουσμα της λέξης ‘Γκουέρνικα’ δεν οφείλεται τόσο στη βαρύτητα των δύο γεγονότων, όσο στην ελαφρότητα νοήματος, και τη συνακόλουθη αδιαφορία που δημιουργεί η διαρκής, αναπόφευκτη, επαναληπτική έκθεση του σύγχρονου τηλεοπτικού πολίτη στην φρικαλεόητα του πολέμου, αλλά και στα ονόματα ελάχιστων καλλιτεχνών που η μοναδική τους συμβολή στην ιστορία της ζωγραφικής θα νόμιζε κανείς ότι έγκειται είτε στον πλουτισμό οίκων πληστηριασμών, είτε στον καλωπισμό κουτιών για σοκολατάκια. Είναι εφικτό να κοιτάξει κανείς σήμερα την ‘Γκουέρνικα’ και να την δει κατ’αρχήν για αυτό που ήταν; έναν πίνακα, με εκπληκτική σχεδιαστική ακρίβεια, αποφυγή κάθε αισθητισμού, ή αναπαραστατικά περιττού στοιχείου, που μέσω της τριγωνικής σύνθεσής του ‘καρφώνει’ τον θεατή, και τον πιέζει να σκεφτεί το διττό ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι θεατής; πως μπορείς να είσαι μόνο θεατής;

Δεν νομίζω ότι η τέχνη πρέπει να εξυπηρετεί κάποια πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα. Αν το έργο του Πικάσσο αξίζει ακόμη την προσοχή μας, εξαρτάται από το αν μπορεί να προκαλεί την ‘αποξένωση’ από το πεπατημένο, βολικό, ανώδυνο διαφημιστικό ή ‘κουλτουριάρικο’ περιβάλλον μας, και να θέτει ερωτήματα που αφορούν όχι την ‘διεθνή πολιτική’ γενικώς και αορίστως, αλλά τον ίδιο τον εαυτό μας.

Sunday, 22 April 2007

'Ο Δρόμος' είχε τη δική του ιστορία

Tο Βραβείο Pulitzer δόθηκε στον Cormac McCarthy για το βιβλίο του The Road. H απονομή του βραβείου σε συγγραφέα βιβλίων ‘φανταστικής λογοτεχνίας’ εγείρει το ερώτημα του εάν αυτό το είδος πεζογραφίας μπορεί να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της έντεχνης παράδοσης της Αμερικάνικης – ή, και γενικότερα, της Δυτικής - λογοτεχνίας. Η αναγνωστική μου εμπειρία με καθιστά μάλλον αναρμόδιο να απαντήσω ένα τέτοιο ερώτημα. Αφενός αναγνωρίζω την ένταση που επιτυγχάνεται με τη λιτή περιγραφή που έχουν τελειοποιήσει οι τεχνίτες του είδους, όπως ο DeLLillo – οι σύντομες νουβέλες του δίνουν μαθήματα λογοτεχνικής παρατήρησης της καθημερινής και, φαινομενικά ασήμαντης, συμπεριφοράς που ορίζει τις ανθρώπινες συναλλαγές. Αφ’ετέρου, η γοητεία της ανάγνωσης τέτοιων κειμένων εξαφανίζεται – για μένα- τη στιγμή που εμφανίζονται οι ιπτάμενοι νάνοι και τα ομιλόντα πτηνά, έτοιμα να επιτεθούν στην παραπληγική θεία του πρωταγωνιστή...

Αδυνατώ ίσως να κατανοήσω τι προσφέρει η παρουσία εξωγήινων τεράτων ή τρίποδων φαντασμάτων στην διαύγαση του νοήματος των ανθρώπινων σχέσεων στην οποία πιστεύω ότι στοχεύει η πραγματική λογοτεχνία. Μια απάντηση σε αυτή την απορία προσπάθησε να δώσει ο Bret Easton Ellis σε συζήτηση που είχαμε στην Αγγλία, όπου βρισκόταν για την προώθηση του βιβλίου του, Lunar Park. Αν θυμάμαι καλά, δικαιολόγησε την χρήση εξωπραγματικών όντων για την ανάπτυξη της πλοκής ενός βιβλίου, επικαλούμενος την παρουσία φαντασμάτων στα έργα του Shakespeare. Η αναφορά βέβαια σε παλαιότερο συγγραφέα (ακόμη και τον Shakespeare) δεν αποδεικνείει αφεαυτής τίποτα (επίσης, δεν είμαι βέβαιος ότι οι σαιξπηρολόγοι έχουν καταλήξει στο αν ο δραματουργός ήθελε πράγματι να παρουσιάσει φαντάσματα που επισκέπτονται τους ήρωες, ή να αποδώσει τις παραισθήσεις των διαταραγμένων ηρώων.) Ο Ellis όμως έκανε μια άλλη παρατήρηση που ήταν πιο ενδιαφέρουσα – ότι οποιοδήποτε γεγονός εκτυλίσσεται στο χώρο της λογοτεχνίας παύει να είναι πραγματικό. Υπό μία έννοια, πιστεύω ότι έχει δίκιο – αλλά και πάλι αυτό δεν μπορεί να θεραπεύσει την αλλεργία μου προς τα ακέφαλα ζόμπι που λυμαίνονται την άκακη και φιλήσυχη suburbia των Αμερικάνικων Πολιτειών.

Ισως βέβαια δεν είναι η θεματολογία που πρέπει να κρίνει αισθητικά ένα έργο, αλλά η τέχνη του δημιουργού του. Ούτε είναι δίκαιο να απορρίπτονται συλλήβδην κείμενα που τυχαίνει να μετέχουν σε ένα είδος που φιλοξενεί τέρατα. Για μία πολύ διαφορετική εκδοχή ‘φανταστικής λογοτεχνίας’ παραπέμπω στα κειμένα υπέροχων πεζογράφων, από τον Ανδρέα Λασκαράτο ως τον Νάνο Βαλαωρίτη, που ως γνωστόν επιμελήθηκε και μετέφρασε, πριν λίγα χρόνια, ο David Connolly.

Cormac McCarthy, The Road (Knopf)

Don DeLillo, The Body Artist (Picador)

Bret Easton Ellis, Lunar Park (Knopf)

D. Connolly (ed), The Dedalus Book of Greek Fantasy (Dedalus)

Tuesday, 17 April 2007

Ντεκαφεϊνέ

Συνεχίζω το αναγνωστικό ταξίδι μου στην Ευρωπαϊκή ενδοχώρα αυτή τη φορά με ένα ελληνικό βιβλίο, με ‘ξενικό’ όνομα, το Ντεκαφεινέ της Εύας Στάμου. Στην ιστορία πρωταγωνιστεί η πόλη του Μάντσεστερ, με ένθετα επεισόδια στη Μασσαλία, στο Λονδίνο, και – το δικό μου ζητούμενο – σε πόλεις στην πρώην Ανατολική Γερμανία και το Βέλγιο. Οι εσωτερικές διαδρομές των ηρώων κι η επιστροφή στην παιδική και εφηβική ηλικία κυριαρχούν στο μυθιστόρημα που κινείται με αφηγηματική μαεστρία σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της η συγγραφέας εστιάζει στην διαφορετικότητα και την μοναξιά του ‘ξένου’, του μετανάστη, του ομοφυλόφυλου, του θρησκευτικά διαφορετικού, αλλά και κάτι που σπάνια μας έχει προσφέρει η Ελληνική πεζογραφία: την μοναξιά του διανοούμενου. Η λεπτομερής και εις βάθος ανάλυση της ψυχολογικής κατάστασης και των κινήτρων των ηρώων, η δύναμη της περιγραφής, η πειστικότητα των τριών κεντρικών χαρακτήρων - και φυσικά η γοητεία της Mittel-Europa – κάνουν αυτό το πεζογράφημα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της πρόσφατης λογοτεχνικής μας σοδειάς.

Εύα Στάμου, Ντεκαφεϊνέ (Οδός Πανός)

Saturday, 14 April 2007

Merci pour le chocolat

Στις 19 Απριλίου προβάλλεται στο Γαλλικό ινστιτούτο (Σίνα 31) η ταινία του Σαμπρόλ 'Merci pour le chocolat' (2000) με πρωταγωνίστρια την σκοτεινή Ιζαμπέλ Υπέρ. Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα της Σάρλοτ Αμστρόγκ, 'Και ευχαριστώ για τη σοκολάτα' και θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα οι εθισμένοι στην ζεστή σοκολάτα καθώς και όσοι αγαπούν ταινίες με υπαινικτικούς διαλόγους κι εσωτερική ένταση-φιλτραρισμένη μέσα από την παγερή ακινησία του βλέμματος της Υπέρ και τον φακό του σκηνοθέτη. Μια από τις αγαπημένες ταινίες της Kafeinis.

Tuesday, 10 April 2007

Η Ευρωπαϊκή Ενδο-Χώρα

Το Αusterlitz μου έφερε στο νου άλλα κείμενα που η έλξη τους δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Τι είναι αυτό που κάνει τόσο διαφορετική την αφήγηση γεγονότων στην Mittel-Europa; Ισως να πρόκειται για την Ιθάκη του Ερωπαϊκού μυθιστορήματος, αφού η πλειοψηφία των σχετικών διηγήσεων επισκέπτεται την περιοχή αυτή προς αναζήτηση του νοήματος που περιέχει το ταξίδι της συγγραφής. Είναι ενδιαφέρον ότι κάποιες από τις καλύτερες περιγραφές της Κεντρικής Ευρώπης συναντώνται στο έργο ανθρώπων της 'περιφέρειας' - ο Sebald, αν και Γερμανός, δούλεψε στην Βρετανία, όπως και ο Ιάπωνας Kazuo Ishiguro, του οποίου το μακροσκελέστατο μυθιστόρημα The Unconsoled αποδίδει με ακρίβεια την δύσθυμη ψυχική και πνευματική ατμόσφαιρα μιας Ευρωπαϊκής κωμόπολης. Ο σαγηνευτικός Danubio του Claudio Magris ίσως να μην μπορούσε να γραφτεί παρά από έναν Μεσογειακό περιηγητή, ενώ οι διαδρομές Βιέννης-Βουδαπέστης έχουν αποτυπωθεί με αυθεντικότητα από τον αργεντίνικης καταγωγής Edgardo Cozarinsky (στην αμετάφραστη ακόμη συλλογή διηγημάτων Η Νύφη από την Οδησσό). Για τους συγγραφείς που ανέφερα, η ίδια η προσωπική ταυτότητα φαίνεται να έχει αφηγηματική δομή - κι η μνήμη να είναι πηγή νοήματος αλλά και αντίστασης στον εύπλαστο χαρακτήρα του σύγχρονου ανθρώπου. Η Ελληνική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής ενδοχώρας είναι ένα ζήτημα που αξίζει την προσοχή μας - κάθε πληροφορία καλοδεχούμενη!

Καζούο Ισιγκούρο, Ο Απαρηγόρητος (Καστανιώτης)

Κλαούντιο Μάγκρις, Δούναβης (Πόλις)

Edgardo Cozarinsky, Τhe Bride from Odessa (Harvill Press)

Wednesday, 4 April 2007

Η Αρχικτεκτονική της Μνήμης


Austerlitz είναι το επώνυμο του αρχιτέκτονα που συναντάει ο αφηγητής στην έκτη σελίδα του ομώνυμου βιβλίου του W. G. Sebald. Από το 2001, που κυκλοφόρησε, σχεδόν ταυτόχρονα, στην Γερμανική και την Αγγλική γλώσσα, οι κριτικοί διαφωνούν με τους βιβλιοπώλες ως προς το τμήμα που θα πρέπει να καταχωρηθεί ο τίτλος: ‘λογοτεχνία’, ‘ταξιδιωτικός οδηγός’, ‘θεωρία της τέχνης’, ‘αρχιτεκτονική μελέτη’, ή – όπως το βρήκα κάποτε – ‘στρατιωτική ιστορία’; ‘Προσωπικό Ημερολόγιο’, ίσως να ήταν ένας λιγότερο άστοχος χαρακτηρισμός, αν και δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη για το ότι θα πάρει στα χέρια του ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα του 21ου αιώνα.

Η αναλογία μύθου και ιστορίας στην αφήγηση - που ξεκινάει με μια τυχαία συνάντηση ένα απόγευμα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην Αντέρπη- παραμένει αδιευκρίνιστη ως το τέλος του ημερολογίου – ως εάν, κάθε νέο ‘αντικειμενικό’ στοιχείο που συνοδεύει την αφήγηση (από τις ημερομηνίες, ως τις ερασιτεχνινές φωτογραφίες που πιστοποιούν το πέρασμα των χαρακτήρων από τα μέρη που παίχτηκε το έργο της ζωής τους) να λειτουργεί για τον αναγνώστη ως επιβεβαίωση ότι βρίσκεται σ’ένα περίκλειστο μυθιστορηματικό σύμπαν. Δεν υπάρχει σημείο δράσης που δεν θα μπορούσε να δειχθεί σ’ένα απλωμένο χάρτη της Ευρώπης, μόνο που τα χρώματα που θα διαχώριζαν τα κράτη θα ήταν διαφορετικοί τονισμοί της ώχρας – όπως το χρώμα που αποκτούν κάποιες παλιές, ασπρόμαυρες, φωτογραφίες με το οδοντωτό περίγραμμα.



Η πλοκή αναπτύσεται σε αφηγηματικές διαδρομές πολλών σελίδων, με οδηγό σύντομης αναγνωστικής παύσης το κόμμα – το μόνο σημείο στίξης που ενώνει απομονώνοντας, αφού παρατάσσει νοήματα χωρίς να εξηγεί σε τι οφείλεται η σύνδεσή τους.


Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που κάποιος συγγραφέας επιχειρεί να στοχαστεί τις κινήσεις των ηρώων του, διηγούμενος το παρόν μέσα από το βλέμμα κάποιου που ζει στο παρελθόν. Αλλά αν θα έπρεπε να εντοπίσουμε την μυθιστορηματική ιδιοφυΐα του Sebald σε κάποια σημεία θα πρότεινα, μεταξύ άλλων, και τα εξής. Η περιγραφή των χώρων συνάντησης – από τις βιβλιοθήκες, και τα παραθαλάσσια οχυρά, ως τα καφέ, και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς – δημιουργεί την παράξενη εντύπωση ότι δεν είναι οι ήρωες που τα αναλύουν, αλλά τα ίδια τα κτήρια που κοιτάζουν, παρατηρούν, και, εν τέλει, καθοδηγούν τις κινήσεις αυτών.


Ο ιερός κανόνας του μοντέρνου μυθιστορήματος για την άμεση και ‘συγχρονική’ μετάδοση των διαλόγων παραβιάζεται συστηματικά – αντί όμως να αποξενώνει με αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας οικειοποιεί. Οι πολυάριθμες συνομιλίες δίνονται σχεδόν αποκλειστικά από τον αφηγητή σε πλάγιο λόγο, προκαλώντας μια αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη που νειώθει να αφουγκράζεται τον εσωτερικό μονόλογο που ρέει ακατάπαυστα στη συνείδηση του αφηγητή.


Τέλος, η λεπτομερής καταγραφή του κάθε τι, ενώ φαίνεται αρχικά να υπηρετεί το έργο της πολυμάθειας που σαγηνεύει τους ήρωες, ουσιαστικά υπονομεύει το ορθολογιστικό ιδεώδες που πλάσθηκε στα κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης τους δύο προγούμενους αιώνες. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι (όπως αναφέρει η διάσημη γκραβούρα) ‘ο ύπνος του λόγου γεννάει τέρατα’. Είναι κυρίως το ότι όσο περισσότερο περιγράφεις, τόσο εντονότερα αντιλαμβάνεσαι πόσο από την εμπειρία της ζωής περισσεύει, μένοντας διαρκώς εκτός της θεωρητικής – είτε της λογοτεχνικής, είτε της αρχιτεκτονικής – κατασκευής μας. Ούτως ή άλλως, ο Austerlitz δεν ήταν πραγματικά αρχιτέκτονας, αλλά ένας θεωρητικός του είδους. Αν μπόρεσε να χτίσει κάτι, αυτό ήταν η προσωπική του ταυτότητα, κατά την διάρκεια της πιο τραυματικής περίοδου της σύγρονης ιστορίας. Το υλικό το έδωσε η μνήμη του, αλλά η δική της πηγή ήταν η πένα του W. G. Sebald.


Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα.



Tuesday, 3 April 2007

Ατελείωτα Βιβλία

Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε κάποτε ποιά από τα βιβλία που στολίζουν τα ράφια των ελληνικών σπιτιών παραμένουν αδιάβαστα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αναγνωστών να τα διαβάσουν. Μια που δεν μπορώ να μαντέψω την σωστή απάντηση, σκέφτηκα να εκφράσω απλά την δική μου – αναμφίβολα, τελείως προσωπική – εμπειρία. Σημειώνω τρεις κατηγορίες τίτλων σοβαρών συγγραφέων:

1. Βιβλία που δεν μπορώ να τελειώσω: Ο άγιος της μοναξιάς (Ιωάννα Καρυστιάνη)

2. Βιβλία που δεν μπορώ να ξεκινήσω – ή, έστω, να περάσω το ψυχολογικό φράγμα του πρώτου κεφαλαίου: Η αναζήτηση (Νίκος Θέμελης) - ή μήπως ήταν Η ανατροπή, ή μήπως, Η αναλαμπή...;

3. Βιβλία αριστοτεχνικά, που διέκοψα γιατί κάποια σκηνή τους ήταν τόσο έντονη που χρειαζόμουν ένα ψυχικό διάλειμμα πριν τα συνεχίσω: William Boyd, Any Human Heart (όταν ο ήρωας επιστρέφει στο Λονδίνο το ’45, αναζητώντας την κοπέλα του).

Sunday, 1 April 2007

Η επιστροφή


Παρακολούθησα την Επιστροφή του Τζόζεφ Κόνραντ που έχει ανέβει στο Θέατρο Τέχνης και διαπίστωσα για ακόμα μία φορά τον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας σκιαγραφεί τις λεπτότερες συναισθηματικές αποχρώσεις των χαρακτήρων του διηγήματός του. Τα έργα του 'Η καρδιά του σκότους' και 'Λόρδος Τζιμ' είναι από τα αγαπημένα μου, αλλά δεν γνώριζα το σύντομο αυτό κείμενο που γράφτηκε το 1897, ένα αληθινό διαμάντι. Η παράσταση που σκηνοθέτησε η Αθανασία Καραγιαννοπούλου είχε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία όμως κάποιες στιγμές αποδυνάμωναν το κείμενο. Για παράδειγμα η επιλογή των σύγχρονων μουσικών κομματιών ήταν έξυπνη αλλά η ένταση του ήχου και οι απότομες εναλλαγές μουσικής-διαλόγου απέβαιναν εις βάρος του δεύτερου. Το παιχνίδι ανάμεσα στους ηθοποιούς της παράστασης (Γ. Φέρτης, Π. Σταθακοπούλου, Λ. Μιχαλοπούλου) ήταν αριστοτεχνικό, αλλά ο ερωτισμός κι η απελπισία των ηρώων δεν κατάφεραν να 'περάσουν' στους θεατές οι οποίοι παρακολουθούσαν αμέτοχοι.