
Austerlitz είναι το επώνυμο του αρχιτέκτονα που συναντάει ο αφηγητής στην έκτη σελίδα του ομώνυμου βιβλίου του W. G. Sebald. Από το 2001, που κυκλοφόρησε, σχεδόν ταυτόχρονα, στην Γερμανική και την Αγγλική γλώσσα, οι κριτικοί διαφωνούν με τους βιβλιοπώλες ως προς το τμήμα που θα πρέπει να καταχωρηθεί ο τίτλος: ‘λογοτεχνία’, ‘ταξιδιωτικός οδηγός’, ‘θεωρία της τέχνης’, ‘αρχιτεκτονική μελέτη’, ή – όπως το βρήκα κάποτε – ‘στρατιωτική ιστορία’; ‘Προσωπικό Ημερολόγιο’, ίσως να ήταν ένας λιγότερο άστοχος χαρακτηρισμός, αν και δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη για το ότι θα πάρει στα χέρια του ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα του 21ου αιώνα.
Η αναλογία μύθου και ιστορίας στην αφήγηση - που ξεκινάει με μια τυχαία συνάντηση ένα απόγευμα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην Αντέρπη- παραμένει αδιευκρίνιστη ως το τέλος του ημερολογίου – ως εάν, κάθε νέο ‘αντικειμενικό’ στοιχείο που συνοδεύει την αφήγηση (από τις ημερομηνίες, ως τις ερασιτεχνινές φωτογραφίες που πιστοποιούν το πέρασμα των χαρακτήρων από τα μέρη που παίχτηκε το έργο της ζωής τους) να λειτουργεί για τον αναγνώστη ως επιβεβαίωση ότι βρίσκεται σ’ένα περίκλειστο μυθιστορηματικό σύμπαν. Δεν υπάρχει σημείο δράσης που δεν θα μπορούσε να δειχθεί σ’ένα απλωμένο χάρτη της Ευρώπης, μόνο που τα χρώματα που θα διαχώριζαν τα κράτη θα ήταν διαφορετικοί τονισμοί της ώχρας – όπως το χρώμα που αποκτούν κάποιες παλιές, ασπρόμαυρες, φωτογραφίες με το οδοντωτό περίγραμμα.
Η πλοκή αναπτύσεται σε αφηγηματικές διαδρομές πολλών σελίδων, με οδηγό σύντομης αναγνωστικής παύσης το κόμμα – το μόνο σημείο στίξης που ενώνει απομονώνοντας, αφού παρατάσσει νοήματα χωρίς να εξηγεί σε τι οφείλεται η σύνδεσή τους.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που κάποιος συγγραφέας επιχειρεί να στοχαστεί τις κινήσεις των ηρώων του, διηγούμενος το παρόν μέσα από το βλέμμα κάποιου που ζει στο παρελθόν. Αλλά αν θα έπρεπε να εντοπίσουμε την μυθιστορηματική ιδιοφυΐα του Sebald σε κάποια σημεία θα πρότεινα, μεταξύ άλλων, και τα εξής. Η περιγραφή των χώρων συνάντησης – από τις βιβλιοθήκες, και τα παραθαλάσσια οχυρά, ως τα καφέ, και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς – δημιουργεί την παράξενη εντύπωση ότι δεν είναι οι ήρωες που τα αναλύουν, αλλά τα ίδια τα κτήρια που κοιτάζουν, παρατηρούν, και, εν τέλει, καθοδηγούν τις κινήσεις αυτών.
Ο ιερός κανόνας του μοντέρνου μυθιστορήματος για την άμεση και ‘συγχρονική’ μετάδοση των διαλόγων παραβιάζεται συστηματικά – αντί όμως να αποξενώνει με αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας οικειοποιεί. Οι πολυάριθμες συνομιλίες δίνονται σχεδόν αποκλειστικά από τον αφηγητή σε πλάγιο λόγο, προκαλώντας μια αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη που νειώθει να αφουγκράζεται τον εσωτερικό μονόλογο που ρέει ακατάπαυστα στη συνείδηση του αφηγητή.
Τέλος, η λεπτομερής καταγραφή του κάθε τι, ενώ φαίνεται αρχικά να υπηρετεί το έργο της πολυμάθειας που σαγηνεύει τους ήρωες, ουσιαστικά υπονομεύει το ορθολογιστικό ιδεώδες που πλάσθηκε στα κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης τους δύο προγούμενους αιώνες. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι (όπως αναφέρει η διάσημη γκραβούρα) ‘ο ύπνος του λόγου γεννάει τέρατα’. Είναι κυρίως το ότι όσο περισσότερο περιγράφεις, τόσο εντονότερα αντιλαμβάνεσαι πόσο από την εμπειρία της ζωής περισσεύει, μένοντας διαρκώς εκτός της θεωρητικής – είτε της λογοτεχνικής, είτε της αρχιτεκτονικής – κατασκευής μας. Ούτως ή άλλως, ο Austerlitz δεν ήταν πραγματικά αρχιτέκτονας, αλλά ένας θεωρητικός του είδους. Αν μπόρεσε να χτίσει κάτι, αυτό ήταν η προσωπική του ταυτότητα, κατά την διάρκεια της πιο τραυματικής περίοδου της σύγρονης ιστορίας. Το υλικό το έδωσε η μνήμη του, αλλά η δική της πηγή ήταν η πένα του W. G. Sebald.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα.