«Ο αέρας της πόλης σε κάνει ελεύθερο» είναι μια φράση που έρχεται εύκολα στο νου όταν ανηφορίζεις την Unter der Linden προς την Αlexanderplatz. Ισως ο αέρας ελευθερίας να έκανε το Βερολίνο την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που όσο καμιά άλλη μισήθηκε από τον Χίτλερ: «... ένα χωνευτήρι του απόλυτου κακού πάνω στη γη: μπαρ, κινηματογράφοι, μαρξιστές, εβραίοι, νέγροι που τραγουδάν τη μουσική τους, κι όλα τα ειδεχθή δημιουργήματα που ονομάζονται Μοντέρνα Τέχνη», ήταν η κατάληξη ενός λίβελου που δημοσίευσε κατά της μελλοντικής έδρας της Καγκελαρίας του στα 1928.
Τα αισθήματα ήταν πάντως αμοιβαία και, ως γνωστόν, στο Βερολίνο συνέχισαν να κυκλοφορούν περιοδικά ομάδων που - με βαρύτατο, πολλές φορές, προσωπικό τίμημα - αντιστέκονταν στη ναζιστική προπαγάνδα καθ’όλη τη διάρκεια του τρίτου ράιχ. Για ένα από αυτά τα έντυπα δούλευε πιθανότατα μια δημοσιογράφος, 34 ετών, που το πρωινό της 20ης Απριλίου του 1945 άρχισε να σημειώνει σ’ένα τετράδιο την αθέατη όψη των γεγονότων που ακολούθησαν την πτώση του Βερολίνου.
Το ημερολόγιό της μας δίνει μια από τις εναργέστερες αφηγήσεις της ζωής σε μια κατεστραμένη από τον πόλεμο κοινωνία, κι όποιος ενδιαφέρεται για το πως βιώνεται μια αλλοιωμένη - από τη σωματική και ψυχική βία – πραγματικότητα, οφείλει να το διαβάσει. Εγώ θα ήθελα να σταθώ μόνο σε κάποια σημεία της ‘περιφέρειας’ του κειμένου, ξεκινώντας από την εκδοτική του περιπέτεια.
Το ημερολόγιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Αμερική και ακολούθως σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών, πριν κυκλοφορήσει στη Γερμανία το 1959. Το γεγονός της αποσιώπησής του στη χώρα όπου γράφτηκε αποδίδεται συνήθως στην άρρητη λογοκρισία που ασκούσε για δεκαετίες η ενοχή των Γερμανών προς ό,τιδήποτε υπενθύμιζε το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν τους. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η γενική αυτή εξήγηση αποδεικνύεται ελλειπής για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το ημερολόγιο καταγράφει τις ακρότητες στις οποίες επιδώθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις, με ξεχωριστή ανάμεσά τους την πρακτική των ομαδικών βιασμών γυναικών από τα ρώσικα στρατεύματα για αρκετές εβδομάδες μετά την κατάκτηση του Βερολίνου. Αν υπήρχε κάτι το οποίο μερικοί θα προτιμούσαν να ξεχαστεί, και το οποίο μας δίνεται τόσο έντονα στο ημερολόγιο, είναι η αίσθηση ανεπάρκειας, αδυναμίας και υπεκφυγών που χαρακτήριζε τους Γερμανούς άντρες μπροστά στην αθλιότητα που βίωναν, μέρα και νύχτα, οι γυναίκες του Βερολίνου. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εμφάνιση του βιβλίου στην Αμερική συνάδει με την λογική που χαρακτήριζε ένα μεγάλο μέρος της εκδοτικής παραγωγής στο απόγειο του ψυχρού πολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που στην αγγλική επανέκδοση του ημερολογίου προτάσσεται σημείωμα του διάσημου μεν, ακραιφνούς αντι-σοβιετικού δε, ιστορικού Anthony Beevor. Το πρόβλημα με όλα αυτά είναι ότι οι εκατέροθεν πολιτικές σκοπιμότητες έχουν υπερκαλύψει τη φωνή της ίδιας της συγγραφέως, τον τρόπο που αυτή, ως συγκεκριμένος άνθρωπος, μοιράστηκε την εμπειρία εκείνων των ημερών με άλλες γυναίκες.
Το άλλο ζήτημα που μόνο σύντομα μπορώ να θείξω είναι πως η πρόσφατη αρχειο-λογική έρευνα ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι οι αναγνώστες του ημερολογίου γνώριζαν ενστικτωδώς: ότι πρόκειται για κείμενο αυθεντικό, γραμμένο τις ημέρες που σημειώνονται στην αρχή της κάθε σελίδας από γκρίζο χαρτί αλληλογραφίας. Και το ερώτημά μου είναι γιατί ένα κείμενο τέτοιας εκφραστικής ποιότητας και αφηγηματικής ικανότητας να μην συγχέεται στο νου μας με μυθιστορηματική ανάπλαση των γεγονότων. Τι είναι αυτό που κάνει την προσωπική καταγραφή τής πραγματικότητας τόσο διαφορετική από τη συγγραφική δημιουργία;
Το ερώτημα δεν θα μπορούσαμε να το απευθύνουμε στη γυναίκα του Βερολίνου. Προεικάζοντας ίσως τα όσα τετριμμένα (φιλολογικά, ή δημοσιογραφικά) ερωτήματα θα της έθεταν για το κείμενό της όσο ζούσε, φρόντισε να υπογράψει το ημερολόγιό της, απλά και για πάντα, ως Ανώνυμη.
.