Χρόνια τώρα. Κάθε πρωί ξυπνάω αρτιμελής και κάθε
νύχτα κοιμάμαι ευνουχισμένος.
Το έντονο ενδιαφέρον του κοινού στη χώρα μας για την τέχνη, όπως υποδηλώνεται από τα ρεπορτάζ καλλιτεχνικών εγκαινίων σε κοσμικές στήλες, ή την συνεχώς αυξανόμενη κοπή εισητηρίων σε αίθουσες συναυλιών, θεάτρου, κινηματογράφου, ή χορού, δεν αντανακλάται σε κάποια δημόσια – ή έστω blog-όσια – συζήτηση για την αισθητική. Ο φιλοσοφικός λόγος για την τέχνη παραμένει μοναχική απασχόληση των ειδικών.
Η αιτιολόγηση αυτής της απουσίας μοιάζει εύκολη: πως να προσεγγίσεις φιλοσοφικά την τέχνη, αν – όπως ακούγεται τόσο συχνά - η τέχνη δεν είναι παρά θέμα ‘γούστου’, ‘μόδας’, ή ‘κυκλωμάτων’;
Στην πραγματικότητα όμως μπορεί να σκεφτόμαστε διαφορετικά – αλλιώς γιατί να ξοδεύουμε επιπλέον χρόνο και χρήμα διασταυρώνοντας τις κριτικές στον τύπο πριν αποφασίσουμε τι θα δούμε – ακόμη και ιδιόμορφα, όπως στην περίπτωση ενός φίλου που περιμένει να διαπιστώσει ποια ‘πρωτοποριακή’ παράσταση θα λάβει την μεγαλύτερη προβολή για να την αποφύγει.
Δεν νομίζω ότι η αισθητική αποτελεί ίδιον των εκλεκτών. Στο μέτρο που κρίνουμε έλλογα ένα έργο τέχνης (είτε πρόκειται για τον Βυσσινόκηπο, είτε για ένα καρτούν) φιλοσοφούμε. Ενα δείγμα του πως αναπτύσεται η αισθητική σκέψη με ευκρίνεια και βάθος, μας δίνει η (σχεδόν) άψογη μετάφραση του βιβλίου Γλώσσες της Τέχνης.
Γραμμένο στα τέλη του ’60, το κείμενο του Goodman έθεσε ουσιαστικά τους όρους της σύγχρονης φιλοσοφικής συζήτησης για την τέχνη. Αυτό που απολαμβάνω ως αναγνώστης του είναι η ανατρεπτικότητα των αισθητικών παρατηρήσεων του Goodman, κι η μαστοριά με την οποία δουλεύει το εννοιολογικό υλικό του.
Εκτός όμως από την ενασχόληση με τις λεπτομέρειες των επιμέρους ζητημάτων, υπάρχει μια βασική σκέψη, που διατρέχει και τα έξι κεφάλαια του βιβλίου, δίνοντας συνοχή στην εξέταση τόσο διαφορετικών θεμάτων όσο η χαρακτική του Ρέμπραντ και η μουσική του John Cage. Είναι η σκέψη πως κάθε μορφή τέχνης είναι ένα σύστημα συμβόλων που τροποποιεί την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.
Ως μέρος ενός συμβολικού συστήματος, κάθε έργο τέχνης ερμηνεύει τον κόσμο, καλώντας παράλληλα εμάς – ως θεατές, ακροατήριο, ή αναγνώστες του – να το αποκωδικοποιήσουμε. Η διαδικασία αυτή οδηγεί με την σειρά της όχι στην απλή ανα-παράσταση του ήδη υπαρκτού, αλλά στην δημιουργία νέων κόσμων.
Η ιδιαιτερότητα της κάθε τέχνης δεν αφορά μόνο την διαφορετικότητα των μέσων που χρησιμοποιούν αντίστοιχα η ζωγραφική και η λογοτεχνία. Ακόμη κι αν πρόκειται για το ίδιο ‘υλικό’ η κάθε τέχνη το μορφοποιεί αλλιώτικα. Η ίδια χειρονομία λειτουργεί διαφορετικά ανάμεσα σε δυο γυναίκες που συνομιλούν σε ένα υπόγειο της Οδού Κεφαληννίας, και σε είκοσι άντρες που κινούνται στην σκηνή του Παλλάς. Ο χώρος μπορεί να είναι μέρος ενός βιώματος που δεν μεταφράζεται. Αν δεν αισθανόμαστε την διαφορά, ή αν επιδιώκουμε την διαρκή συγχώνευση των μορφών τέχνης, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια επίπεδη – και για τούτο φτωχότερη – εμπειρία της τέχνης.
Νέλσον Γκούντμαν, Γλώσσσες της Τέχνης (μτφ. Πάνος Βλαγκόπουλος, ΕΚΚΡΕΜΕΣ)
Η κριτική ξενάγηση από τον Τάκη Θεοδωρόπουλο στο Μέγαρο Γιακουμπιάν έγινε αφορμή να σκεφτώ ξανά ένα ερώτημα που με απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό, και αφορά όχι στην ζωή των ηρώων που κατοικούν στην πιο διάσημη - μυθιστορηματικά - πολυκατοικία του Καΐρου, αλλά στην επαγγελματική απασχόληση του αιγύπτιου Αλάα Αλ Ασουάνι. Συγγραφεάς του πλέον ευπώλητου μυθιστορήματος σε όλες τις αραβικές χώρες, μεταφρασμένου σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, και διασκευασμένου σε ταινία με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ο Αλάα Αλ Ασουάνι είναι ευρέως γνωστός για την έντονη πολιτική του δράση, ως διανοούμενος εκτός κομματικών πλαισίων, υπέρ του δικαιώματος της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας ατομικής έκφρασης – ή, όπως προτιμώ να το σκέφτομαι εγώ, ως υπέρμαχος ενός σπάνιου αγαθού, που έχει καταγραφεί στο πεζογραφικό και καλλιτεχνικό φαντασιακό μας ως 'ο κοσμοπολιτισμός της Αιγύπτου.'
Αυτό που είναι ίσως λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Αλάα Αλ Ασουάνι προτιμά να συστήνεται απλά ως κάποιος που διατηρεί ένα καλό οδντιατρείο σε μια γειτονιά του Καΐρου. Μεταφέρω απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε τον Φεβρουάριο για το ραδιόφωνο του BBC: «Πρέπει να έχεις κάποιο επάγγελμα πέρα από την συγγραφή. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένεις ότι μπορείς να βιοποριστείς από την λογοτεχνία. Είμαι σίγουρα μία από τις εξαιρέσεις – επειδή βγάζω χρήματα από μεταφράσεις. Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο μεγάλος άραβας συγγραφέας και κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας, συνέχιζε να εργάζεται για την κυβέρνηση ώςπου να συνταξιοδοτηθεί.»
Ο Αλ Ασουάνι δεν είναι ο μόνος, ή πρώτος που έχει εκφράσει μια τέτοια άποψη. Θυμάμαι κάποτε σε συνεντευξή του τον Γιώργο Ιωάννου να παρατηρεί – με λεπτό σαρκασμό – ότι δεν τον βαραίνει η επίσημη εργασία του, μια που «ένας συγγραφεάς πρέπει να είναι δημόσιος υπάλληλος.»
Αναρωτιέμαι αν τελικά είχε δίκιο: αν η σταθερότητα κι η επαναληπτικότητα που επιφέρει μια μόνιμη υπαλληλική εργασία προστατεύουν έναν συγγραφέα από την άρρυθμη ζωή στην οποία έχουν βρεθεί να αναλώνονται πλείστοι όσοι νέοι πεζογραφοί προσπαθούν να εναρμονίσουν την συγγραφική τέχνη τους με τις δημόσιες σχέσεις ώστε να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη προς το ζην.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο να εργάζεσαι εκτός των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών κύκλων – μια διάσταση που επισημαίνει με ανεπιτήδευτο τρόπο ο Αλ Ασουάνι: «... μέσω της οδοντιατρικής, έχω επαφή με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε καθημερινό επίπεδο - κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.»
Αλάα Αλ-Ασουάνι, Το Μέγαρο Γιακουμπιάν (μτφ. Α. Κυριακίδης, ΠΟΛΙΣ)
Το πολύχρωμο πλήθος κυμματίζει ρυθμικά στην Croisette, δημιουργεί ανθρώπινη αλυσίδα γύρω από το Palais des Festivals κι η μυρωδιά απ' την γρανίτα φράουλα και το ζεστό καλαμπόκι ανακατεύεται με αυτήν του αντιηλιακού και των έντονων αρωμάτων. Κορίτσια κι αγόρια από δώδεκα ως είκοσι ετών, που έχουν έρθει με το τρένο από τα διπλανά χωριά, περιμένουν υπομονετικά κάτω από τον καυτό ήλιο την παρέλαση των σταρ που δεν θα ξεκινήσει πριν τις 7.00μ.μ. Η παραλία δίπλα στο Palais κατάμεστη από τους λουόμενους, σκόνη, ιδρώτας, δεκάδες λουράκια που συνδέουν τα σκυλιά με τ’ αφεντικά τους, κορίτσια με καυτά σορτς και ψηλές μπότες, μαύρα στην πλειοψηφία τους, που υπομονετικά περιμένουν πελάτη σε κάθε γωνιά, Αμερικάνοι μεσήλικες ντυμένοι στα λευκά που έχουν κατέβει από τα γιώτ για καφέ και ψώνια στην Boutique Officielle. Με δυσκολία ανοίγω δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και τα καμπριολέ αυτοκίνητα - τα περισσότερα νοικιασμένα με την ημέρα - και διασχίζω την απόσταση που με χωρίζει από τον θλιβερό σταθμό ως το λαμπερό Carlton που με περιμένει η συντροφιά μου. Εδώ μυρίζει άρωμα πούρου και Chanel. Οι γυναίκες φορούν ψηλά τακούνια με κοντές φούστες αλλά είναι στην πλειοψηφία τους λευκές και απροσδιόριστης ηλικίας. Στην Brasserie πίνω κρασί, τρώω φράουλες με σαντιγύ και καπνίζω, σχεδόν ενάντια στη θέληση μου, το ένα τσιγάρο πάνω στ’άλλο. Η κυρία στο διπλανό τραπέζι κόβει σε μικρά κομματάκια το κρουασάν και το βάζει στο στόμα του σκύλου της. Υστερα σκουπίζει το μουσούδι του με την λινή πετσέτα. Η ίδια πίνει μαύρο καφέ. Κάποιοι από τους θαμώνες φορούν τεράστια γυαλιά ηλίου και καπελάκια, μιλούν στα garcons ψιθυριστά με αμερικάνικη προφορά κι όλα τα κεφάλια στρέφονται προς το μέρος τους. Νομίζω ότι ένας από αυτούς είναι ο Woody Allen. Αργά το βράδυ παίρνω το τρένο της επιστροφής για τις Antibes. Τρώω μόνος σε μια ψαροταβέρνα και γυρίζω στο σπίτι που φιλοξενούμαι, κατάκοπος. Χαίρομαι που αύριο το πρωί θα κατέβω στο λιμάνι για καφέ με τον Αλέξη – υποσχέθηκε ότι θα φέρει ελληνικές εφημερίδες.
Η απονομή του βραβείου Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος αναμένεται απόψε γύρω στις 7.00 τοπική ώρα στην Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφίας του Λονδίνου. Τα ‘πρόσωπα’ που κοιτούν τον επισκέπτη της Πινακοθήκης είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους βρετανών ανδρών που η δράση τους χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, από την βρετανική αμφιθυμία απέναντι στο ‘ξένο’. Αφενός, μια γνήσια επιθυμία για το διαφορετικό, για την γνώση άλλων πολιτισμών, και την απόκτηση (όχι μόνο μεταφορικά, αλλά ενίοτε και κυριολεκτικά) οποιουδήποτε αγαθού μπορεί να προσφέρει η δημιουργικότητα άλλων λαών. Αφ’ετέρου, μια αίσθηση ότι η βρετανική νήσος αποτελεί την πηγή κάθε πολιτικής ή καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, κι ότι η κουλτούρα των υπολοίπων είναι ευπρόσδεκτη – αλλά μόνο σε μετάφραση.
Είναι σίγουρα θετικό που η Independent – η μόνη ανοιχτά φιλο-ευρωπαϊκή εφημερίδα της Αγγλίας – εκφράζει την προτίμησή της ‘for all things foreign’ μέσω της βράβευσης σημαντικών έργων της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής. Χαρακτηριστικά του βραβείου αποτελούν η προτίμηση για μικρούς, έως αφανείς (για τα βρετανικά δεδομένα) εκδοτικούς οίκους, η έμφαση στην απόδοση του έργου στην αγγλική γλώσσα (το χρηματικά βραβείο μοιράζεται ισόποσα σε συγγραφέα και μεταφραστή), και η απουσία ηλικιακών ορίων στη λίστα των υποψηφίων πεζογράφων (που φέτος περιλαμβάνει συγγραφείς άνω των 70, αλλά και κάτω των 40 ετών). Το ‘φαβορί’ πάντως φαίρεται να είναι η πρωτοεμφανιζόμενη πεζογραφικά, και νεότερη όλων Εva Menasse, γνωστή ήδη στο βρετανικό κοινό μέσω της δημοσιογραφικής της έρευνας για τους αρνητές του Ολοκαυτόματος, αλλά και της συμμετοχής της, πριν λίγο καιρό, στην σημαντική για τα πολιτιστικά δρώμενα του Λονδίνου ‘Εβδομάδας Εβραϊκού Βιβλίου’. Η παρουσία της Menasse στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι των υπόλοιπων υποψηφίων (με την παντελή σχεδόν απουσία της πρώτης ελληνικής συμμετοχής στην τελική λίστα από τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη). Η προβολή της υποψηφιότητας νομίζω (και ελπίζω) ότι δεν θα επηρέαζε την κρίση της επιτροπής, αλλά σίγουρα θα ενίσχυε την γενικότερη παρουσία του συγγραφέα και κατ’ επέκταση της χώρας μας. Κάτι τέτοιο βέβαια θα έπρεπε να είναι μέριμνα του εκδοτικού οίκου, ή των σχετικών κρατικών φορέων που ενδιαφέρονται για την ελληνική λογοτεχνία – σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί υποχρέωση του ίδιου του συγγραφέα, ή της εφημερίδας που στηρίζει τα βραβεία. Αλλωστε η ίδια η Independent κράτησε την όλη υπόθεση σε αρκετά χαμηλούς τόνους. Είναι ενδεικτικό της στάσης της εφημερίδας ότι, όπως μου είπε ο Boyd Tonkin (αρχισυντάκτης της στήλης βιβλίων στην Independent, και πρόεδρος της κριτικής επιτροπής) η εφημερίδα αποφάσισε να μην αλλάξει το κύριο θέμα της ηλεκτρονικής της έκδοσης απόψε και ότι θα φιλοξενήσει ένα ρεπορτάζ στην αυριανή έντυπη έκδοση, δεδομένου ότι «ένα βραβείο κριτικής επιτροπής δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως κοσμική είδηση, αφού έχει πραγματικό ενδιαφέρον μόνο για μας, το ειδικό κοινό των κριτικών, των πεζογράφων, των μεταφραστών.»