Thursday 25 December 2008

Harold Pinter (1930-2008)

Ήταν ένας από τους ελάχιστους θεατρικούς συγγραφείς - η κάθε φράση του σε κυρίευε όταν τον ακολουθούσες στην τυπωμένη σελίδα, όπως κι όταν παρακολουθούσες την δράση των ηρώων του στη σκηνή. Στιγμές που εντυπώθηκαν στον νεανικό μου νου: η ανάγνωση του Betrayal στα αυτοτελή θεατρικά φυλλάδια του Faber, και η ερμηνεία του Pete Postlethwaite ως 'Max' στην παράσταση του Homecoming.

Pinter: ο μέγας Δωριεύς της θεατρικής έκφρασης.


Wednesday 24 December 2008

Νηπενθή

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη...


Γιώργος Κόρδης: εικαστική διαδρομή
στην ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη


Αίθουσα Τέχνης ΑΕΝΑΟΝ

έως 30 Δεκεμβρίου

Saturday 13 December 2008

Απογευματινοί Περίπατοι

Ακροδεξιός κάνει μια βόλτα, υπό το βλέμμα των παραταγμένων αστυνομικών δυνάμεων, στη γωνία Πατησίων και Αβέρωφ - Τετάρτη, 10 Δεκέμβρη.



Διέφυγε το μοιραίον - Τρίτη, 9 Δεκέμβρη.





Παλαιστίνιος στρέφει τη σφενδόνη του κατά αστυνομικών της Ισραηλινής συνοροφυλακής - Δευτέρα, 8 Δεκέμβρη.




photorelease: Αssociated Press

Friday 21 November 2008

Πανόπτικον


Επειδή οι καιροί δεν βοηθούν την ενασχόληση με οτιδήποτε ευχάριστο, σκέφτηκα να διασκεδάσω την περιρρέουσα θλίψη των τελευταίων ημερών, ανακαλώντας την κουβέντα του Παΐσιου, ενός αρκετά έντεχνου παρατηρητή τής κατάστασης όσων νιώθουν διαρκώς κρατούμενοι από συμπλέγματα κι αδυναμίες που ακυρώνουν την 'ελευθερία κινήσεων' που -διατεινόμαστε πως- μας ανήκει: "Πρώτη φορά βλέπω φυλακές με ανοιχτές τις πόρτες και τους φυλακισμένους να μην τους κάνει καρδιά να βγουν έξω".

***

Πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια από την τελευταία φορά που οι διαμαρτυρίες των κρατουμένων αντήχησαν στα κελιά όλης της χώρας. Δεν γνωρίζω αν πράγματι άλλαξε κάτι το διάστημα που μεσολάβησε - το ενεργό ενδιαφέρον για την κατάσταση κάποιων συμπολιτών μας διαρκεί περίπου όσο και η παραμονή των ιστοριών τους στα πρωτοσέλιδα.

Από τις κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου θυμάμαι μόνο μια φωτογραφία με δυο τυφλά χέρια ανάμεσα στα κάγκελα να κρατούν ένα ανορθόγραφο πανό: "μάνα πάρε τα θρήματα της ψυχής μου".


Sunday 19 October 2008

Πρωϊνό


Ξεκίνησα υπολογίζοντας την απόσταση ανάμεσα

στην αναπνοή και τον καφέ.


Τώρα αχνίζει το μυαλό μου

ονείρατα γεμάτο.


Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν

οι εικόνες στη φράση μου.


Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω

παρά μες σ’ ένα κυδώνι.



.

Monday 13 October 2008

Carte postale II


Το υπέρβαρο των αποσκευών θα του στοίχιζε 20 λίρες και δεν ήθελε να δώσει τόσα λεφτά πριν καν αρχίσει το ταξίδι του. ‘Μπορεί να κρατάω μαζί μου το γιλέκο,’ είπε στον υπάλληλο κι έσκυψε ν’ανοίξει το σακβουαγιάζ. Ο υπάλληλος τον κοίταξε επικριτικά, ενώ οι τουρίστες που περίμεναν πίσω του άρχισαν να δυσανασχετούν που ο νεαρός χρονοτριβεί, διατεινόμενος πως η αφαίρεση από το σακβουαγιάζ ενός γιλέκου θα τον γλυτώσει από το πρόστιμο για το υπέρβαρο των 9 κιλών. Όπως τράβηξε το φερμουάρ, το πρώτο που φάνηκε ήταν η εσωτερική επένδυση του κράνους, κατόπιν οι μεταλικές αγγράφες, εγχειρίδια με τίλους σε αγγλικά κι αραβικά, κι ο υπνόσακος ερήμου, ώσπου βρήκε το γιλέκο παραλλαγής από αλεξίσφαιρο υλικό. Το τοποθέτησε στο σημείο ζύγισης των αποσκευών: ήταν 6 κιλά και 700 γραμμάρια. Απογοητευμένος, ο νεαρός άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του για μετρητά, αλλά ο υπάλληλος, χωρίς να ρωτήσει οτιδήποτε ξανά, πληκτρολογούσε διαφορετικά στοιχεία στο κομπιούτερ, ώστε να τον αφήσει να περάσει χωρίς πρόστιμο.

Η κρίση των χρηματιστηρίων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχει ρίξει σε ευεργετική λήθη όλα τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγγλική κοινωνία. Οι στρατιώτες συνεχίζουν να ‘χάνονται’ στο ασιατικό μέτωπο, οι ‘παράπλευρες απώλειες’ των αμάχων απ’τη Καμπούλ ως τη Βασόρα αυξάνονται διαρκώς, αλλά τίποτα πλέον δεν φαίνεται να αποσχολεί τόσο την πλειονότητα των Βρετανών όσο οι διακυμάνσεις στην αξία των μετοχών. Αν ήταν περισσότερο ενημερωμένοι μπορεί και να τους καθησύχαζε το γεγονός ότι ο ‘βιομηχανικός δείκτης’ για τις κατασκευαστικές εταιρείες όπλων είναι σταθερά ανοδικός.


Manchester Airport
12/10/08

Thursday 9 October 2008

Carte postale

Ο κηπουρός έλεγξε με τα δάχτυλά του το φύλλωμα των δένδρων κι άνοιξε τη μικρή κάνουλα για να ποτίσει το περβάζι. Παρήγγειλα τον δεύτερο καφέ της μέρας, προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι πιο παράξενο: ότι η πάχνη στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης πυκνώνει όσο περνάει η ώρα, ή ότι στην κεντρική αίθουσα αναμονής μεγαλώνουν τρεις νερατζιές;


Bar Central,
9/10/08

Friday 3 October 2008

Soi-même comme un autre


Το ερώτημα που απασχολεί συνήθως όσους ερευνούν τη φύση του εαυτού είναι πως ο καθένας από εμάς μετέχει της ομοιότητας και της ετερότητας: είμαστε ταυτόχρονα διαφορετικοί (από όλους τους άλλους) και όμοιοι (με αυτόν που βίωσε στο παρελθόν ό,τι αποτελεί το υλικό των προσωπικών μας ανάμνησεων στο παρόν). Οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για αυτά τα ζητήματα περιγράφονται, αναλύονται και αξιολογούνται στη εξαιρετικά μεταφρασμένη μελέτη του Paul Ricoeur, με την διαύγεια και την ακρίβεια που χαρακτηρίζει το συστηματικό έργο του γάλλου φιλοσόφου.

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος γρίφος που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας. Όταν προσπαθώ να με συλλογιστώ, ο εαυτός μου δεν είμαι πια εγώ, αφού, ενόσω τον σκέφτομαι, αυτός γίνεται το αντικείμενο της σκέψης μου.

Τον εαυτό μου υποτίθεται πως μπορώ να τον αφουγκραστώ με τρόπο που κανείς, όσο κοντά μου και να γείρει, δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί. Κι όμως, όταν συγκεντρώνω το νου μου πάνω του, και του παρέχω όλη την προσοχή μου, αυτός μου προσφέρει τις διαφορετικές του όψεις σταδιακά, άλλοτε γεναιόδωρα κι άλλοτε βασανιστικά αργά. Το τίμημα της επιθυμίας να μην είμαστε απλά ο εαυτός μας, αλλά να γνωρίζουμε τι ‘πραγματικά’ είμαστε, ίσως είναι η συνειδητοποίηση ότι η ετερότητα δεν είναι κάτι αρνητικό, αφού βρίσκεται μέσα μας. Κι αυτό νομίζω θα πρέπει να είναι το κύριο νόημα του τίτλου ‘Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος’.


Paul Ricoeur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μτφ. Βίκυ Ιακώβου (ΠΟΛΙΣ)

Tuesday 1 July 2008

O αιώνας του Σαρτρ



Η βιογραφία ενός φιλοσόφου δεν είναι απαραίτητα μια «φιλοσοφική βιογραφία». H φιλοσοφική μελέτη στοχεύει στην ερμηνευτική συνέπεια και κινείται από σεβασμό για τα φαινόμενα που θέλει να φωτίσει. H πρόσφατη βιογραφία του Σαρτρ από τον Bernard-Henry Levy θα αποτελούσε μια σημαντική εργασία για τον διασημότερο Γάλλο φιλόσοφο του 20ού αιώνα, αν ο Levy αφιέρωνε περισσότερο χρόνο στην προσεκτική ανάλυση των σαρτρικών κειμένων, απ’ ό,τι δίνει για να εκφράσει τις απόψεις που έχει για... τον εαυτό του. Aν και η εξαιρετικά επιμελημένη μεταφορά του κειμένου στην ελληνική γλώσσα έχει μετριάσει την αίσθηση προχειρότητας που δίνει το γαλλικό πρωτότυπο, το βιβλίο μάλλον αποτυγχάνει τους στόχους που θέτει ο συγγραφέας του.

O Levy καταθέτει ως πρωτότυπη συμβολή στην ερμηνεία του σαρτρικού έργου μια περιοδολόγηση σε τρία μέρη: αυτό του «πρώτου Σαρτρ» που διαρκεί ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, κατόπιν ενός «άλλου Σαρτρ» που «παραπλανήθηκε» στην ένθερμη πολιτική και θεωρητική υποστήριξη των απελευθερωτικών κινημάτων στις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου και, τέλος, ενός «μεταστραμμένου Σαρτρ» που «αποκηρύσσει» το προηγούμενο έργο του, για χάρη μιας ώριμα αποκεκαλυμμένης ηθικής του οικουμενισμού που θα του προσφέρει η σύντομη επαφή του με την ιουδαϊκή διδασκαλία. Tο πρόβλημα με την περιοδολόγηση αυτή είναι διττό. Aφ’ ενός στερείται παντελώς πρωτοτυπίας καθ’ ότι αναμασάει εγκυκλοπαιδικές περιλήψεις της σαρτρικής φιλοσοφίας γνωστές ήδη από φοιτητικά εγχειρίδια της δεκαετίας του ’70 (μιας δεκαετίας όπου οι πρώην σοσιαλιστές συνοδοιπόροι του αντιμετώπιζαν τον Σαρτρ ως γραφικό υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Aφ’ ετέρου εντάσσει στην ίδια κατηγορία έργα που προτείνουν διαφορετικές απαντήσεις σε καίρια ζητήματα φιλοσοφίας, όπως αυτά της γνωστικής μεθόδου, των οντολογικών προϋποθέσεων των κοινωνικών σχέσεων και της δυνατότητας επικοινωνίας που θα στηρίζει μάλλον παρά θα υπονομεύει την προσωπική δημιουργία.

Σε πλήρη αντίθεση με την επίπονη πνευματική εργασία που χαρακτηρίζει το θεωρητικό έργο του Σαρτρ ο B-HL αποφεύγει να εκτεθεί στις δυσκολίες –όσο και στις απολαύσεις– που προσφέρει η προσπάθειά του να φέρει εις πέρας ένα συλλογισμό πάνω σε καίρια ζητήματα της σκέψης και της πράξης του βιογραφούμενου στοχαστή. H ερωτική πράξη, παραδείγματος χάριν, τίθεται ως προνομιακό σημείο εισόδου στα απόκρυφα του βίου και της πολιτείας του Σαρτρ, παρέχοντας στον αναγνώστη γλαφυρές λεπτομέρειες της «περίεργης» σχέσης ανάμεσα στον Σαρτρ και τη Simone de Beauvoir. Aν η σχέση αυτή φαντάζει περίεργη, και αν η λύση των ορίων ανάμεσα στη φιλία, στον έρωτα, και στην πνευματική συνεργασία αποτελεί πράγματι ένα σημαντικό μυστήριο που καλείται να διαλευκάνει μια φιλοσοφική βιογραφία, τότε ο B-HL θα όφειλε τουλάχιστον να επιχειρήσει μια ανάλυσή του τι καθιστά μια διαπροσωπική σχέση «περίεργη», πώς αυτό φωτίζει άλλες πτυχές του βίου του Σαρτρ, και, κυρίως, πώς το ζήτημα αυτό συνδέεται με συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις που ανέπτυξαν τόσο ο Σαρτρ, όσο και η Mποβουάρ για τη φύση της αγάπης. Aντ’ αυτών ο B-HL τελειώνει αμήχανα τη συζήτηση, δίνοντας ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες για τον Σαρτρ και την Mποβουάρ ώστε να πειστεί ο αναγνώστης για το πόσο περίεργη υπήρξε η μεταξύ τους σχέση.

Mια παρόμοια ερμηνευτική υπεκφυγή εμφανίζεται στο κεντρικό, και καλύτερο, μέρος του βιβλίου που εστιάζεται στη ρήση του Σαρτρ ότι «ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός». Aφού απαριθμήσει ένα πλήθος «ανθρωπιστικών ιδεολογιών» με τις οποίες δεν θα πρέπει να συγχέεται ο υπαρξισμός, ο B-HL αλλάζει ερμηνευτική κατεύθυνση, υπαινισσόμενος τι είδους «αντι-ανθρωπισμό» μοιράζεται με τον Σαρτρ. Tο αρχικό ερώτημα όμως του τι εννοούσε ο Σαρτρ με τον όρο «ανθρωπισμός», και του γιατί θεώρησε τον υπαρξισμό μέρος της ανθρωπιστικής αντίληψης στη φιλοσοφία παραμένει αναπάντητο. Aυτού του είδους η πνευματική φυγοπονία, αν και περίτεχνα καλυμμένη από πλήθος παραθεμάτων, στερεί από τον αναγνώστη την ευκαιρία να εκτιμήσει την πρωτοτυπία της σαρτρικής προσέγγισης, αλλά και τη σημασία της κριτικής που έχει ασκηθεί στον Σαρτρ από στοχαστές που ελάχιστα σαγηνεύονται από τη δυτικοευρωπαϊκή ανθρωπιστική παράδοση.

H τάση του B-HL να αντικαθιστά την επιχειρηματολογία με τη συνεχή διατύπωση ρητορικών ερωτήσεων ή την παράθεση φράσεων χαλαρά συνδεδεμένων ίσως να πηγάζει από την αδυναμία του να κατανοήσει ότι κάθε φιλοσοφική θέση αποκτά τη σημασία της, όχι από το πόσο εύηχη είναι, αλλά από τους λόγους που τη στηρίζουν. O Levy απολαμβάνει τον συγχρωτισμό μεταφυσικών δογμάτων, πολιτικών ιδεολογιών και κοινωνικών κινημάτων, ο οποίος αλλοιώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φιλοσοφικής κατάθεσης στοχαστών από τον Mπεργκσόν ώς τον Nτεριντά, και που δημιουργεί μια εύπεπτη εικόνα για τη φιλοσοφική σκηνή της Γαλλίας ως κοκοραμαχίας των ηγετών διαφόρων τάσεων που έτυχε να παγιωθούν σε κάποιο «-ισμό». H αισθητική απλότητα ενός επιχειρήματος με λίγες προκείμενες και ένα συμπέρασμα δεν φαίνεται να συγκινεί το «αγαπημένο παιδί» των γαλλικών περιοδικών μόδας, το οποίο προτιμά να αφήνει αρκετές προτάσεις του χωρίς ρήμα, παρά να τολμήσει να ολοκληρώσει.

O B-HL εκφράζει ως κύριο μέλημά του να διαλευκάνει «ποια είναι η σκοτεινή και μυστηριώδης ιστορία» του σαρτρικού έργου – και ίσως αυτό ακριβώς να είναι το πρόβλημα. O ίδιος Σαρτρ δεν θα ήξερε μάλλον τι να κάνει ένα τέτοιο εγχείρημα. Oπως είχε τονίσει σε διάφορες περιστάσεις: «Δεν έτρεφα ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εαυτό μου... Eίχα μια απώθηση για τα προσωπικά ημερολόγια, και σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει για να κοιτούν τον εαυτό τους, αλλά για να ορίζουν το βλέμμα τους μπροστά τους, στον κόσμο».


Bernard-Henry Levy, O αιώνας του Σαρτρ: φιλοσοφική έρευνα, μτφ. T. Δημητρούλια (Scripta)


Saturday 10 May 2008

360° Κινέζικη Σύγχρονη Τέχνη - Νέα Οράματα


Η έκθεση που εγκαινιάζεται αύριο το απόγευμα στην Τεχνόπολη σκοπό έχει να προσφέρει στο φιλότεχνο κοινό της Αθήνας ένα εικαστικό πανόραμα σύγχρονων Κινέζων δημιουργών. Κάθε καλλιτεχνικό γεγονός όμως υποδηλώνει πάντα περισσότερα από ό,τι αναφέρεται στον επίσημο κατάλογο. Από τους δημιουργούς που δεν περιλαμβάνονται στην έκθεση θα αναφέρω έναν από τους πλέον δεξιοτέχνες της νεότερης γενιάς, που η θεματική των έργων του φαίνεται πως βρίσκει ανταπόκριση μόνο εκτός της πατρίδας του. Ο Γιουν-Φέι ζωγραφίζει, με την παλιά μικτή τεχνική υδατογραφίας και σινικής μελάνης, έργα που ενώ φαινομενικά αναβιώνουν ειδυλιακά στιγμιότυπα από την κινέζικη ύπαιθρο, ουσιαστικά απεικονίζουν ένα από τα πιο αποτρόπαια 'επιτεύγματα' της σύγχρονης Κίνας: την καταβύθιση μιας τεράστιας έκτασης, την καταστροφή δασών και αρχαιολογικών χώρων, και την εκδίωξη εκκατομυρίων αγροτών από τις εστίες τους με σκοπό την δημιουργία του Τριπλού Τεχνητού Φράγματος στον ποταμό Γιανγκτζι.



Οι ακουαρέλες του Γιουν-Φέι δείχνουν τα πνεύματα των νεκρών, με πρόσωπα από πουλιά και ψάρια των ποταμών, να ανασηκώνονται από τα πλημμυρισμένα μνήματα, σ' έναν αλλόκοτο χορό διαμαρτυρίας που έρχεται να ταράξει όχι μόνο τα πολιτικά δρώμενα στην μακρυνή Ανατολή, αλλά και τον εφησυχασμό που φαίνεται να επικουρεί η ημέτερη αισθητική απόλαυση.

Είναι νομίζω σημαντικό που ο Γιουν-Φέι - και σίγουρα δεν θα είναι ο μόνος - δουλεύει με τα εργαλεία της εξαιρετικής καλλιτεχνικής παράδοσης της πατρίδας του. Όπως συμβαίνει τόσες φορές, το τίμημα της εμμονής σε ότι πιο όμορφο κληροδοτεί σ'ένα καλιτέχνη ο τόπος του, να είναι η εξορία.



Saturday 3 May 2008

Νυχτερινές σκέψεις

Άναψα το φως και, πριν αρχίσω να γράφω, ήρθε στο νου μου ένας στίχος τού Γιώργου Γεωργούση:

Η μνήμη δεν γνωρίζει
την πηγή που την θρέφει


Στη φράση του Γεωργούση συμπυκνώνεται ποιητικά μια άποψη που μέσα από περίπλοκους και μακροσκελείς συλλογισμούς έχει διατυπωθεί επίσης στο έργο αρκετών φιλοσόφων. Η κρυφή λογική της συνείδησης κάνει αυτό που φαινομενικά είναι το πιο προσιτό σε όλους μας -την ίδια τη σκέψη μας - να αποτελεί ταυτόχρονα ένα ανεπίλυτο μυστήριο. Όπως το έθεσε κάποτε ο Nietzsche:

Η κάθε σκέψη μου έρχεται όταν εκείνη θέλει


Κι όμως, ο στίχος του Γεωργούση με άφηνε εν μέρει ανικανοποίητο. Θυμόμουν πως όταν διάβασα την Παλινωδία, η εντύπωση που μου είχε κάνει το ποίημα ήταν διαφορετική - κίνησε μέσα μου όχι τόσο την διάννοια, όσο την ψυχή. Έτσι αποφάσισα ν’ ανοίξω πάλι την συλλογή, όπου στη σελίδα 16 βρήκα την ορθή γραφή - αυτή που εκφράζοντας ένα πραγματικό βίωμα, μετατρέπει ένα απλό διανόημα, σε ουσία ποιητική:


Η μνήμη δεν γνωρίζει
την πληγή που την θρέφει


Wednesday 30 April 2008

Το τέλος της γιορτής

... προμηνούσε την αρχή του καλοκαιριού

Καλό μήνα



Wednesday 16 April 2008

Γλωσσικές απορίες



«Γράφουμε στα γαλλικά για να μην τρελαθούμε» λέει ο Σιοράν - και ο Μπέκετ συμπληρώνει ότι αποφάσισε να αφήσει την τοπική του διάλεκτο για χάρη της γαλλικής ακριβώς επειδή «Η γαλλική γλώσσα δεν έχει ‘ύφος’». Οι απόψεις αυτές ακούγονται ίσως παράδοξες και δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο ευσταθούν για τους ασχολούμενους με την συγκριτική γλωσσολογία – αν και το γεγονός ότι έως πρόσφατα η γαλλική ήταν η γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας οφειλόταν ακριβώς στο ότι δεν ενέχει τις πολυσημίες, την υπανικτικότητα, και εν τέλει την ασάφεια από τις οποίες θρέφεται η τωρινή αγγλόφωνη λαίλαπα των διεθνών ‘διαπραγματεύσεων’.


Αυτό που με απασχολεί όμως δεν είναι οι όποιες αρετές μιας συγκεκριμένης γλώσσας, όσο η ανάγκη κάποιων συγγραφέων να εκφραστούν σε άλλη από την λεγόμενη ‘μητρική’ τους γλώσσα. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν κάθε συστηματική προσπάθεια γραφής – με σαφές μέτρο, εννοιολλογική συνέπεια, και αφηγηματικό ρυθμό – αποτελεί μια μορφή μετάβασης σε μια άλλη από την παραδεδομένη γλώσσα της καθημερινής ομιλίας. Κι αν τελικά, ο λόγος που γράφουμε – όταν μπαίνουμε σε αυτό το απαιτητικό παιχνίδι, με τους τόσο αυστηρούς κανόνες, που λέγεται συγγραφή – το κάνουμε για να αποδώσουμε στη ζωή λίγη από την τάξη ή την αρμονία που περιέχει η λογοτεχνία. Αν, με απλά λόγια, γράφουμε για να μην τρελαθούμε.


Tuesday 8 April 2008

Taking Pictures


Οι γυναίκες αφηγούνται καλύτερα - η ομιλία των ανδρών είναι συχνά σπασμωδική, πολύ περιεκτική για να προκαλέσει τη φαντασία, αρκετά επίπεδη για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Δεν είναι έτσι παράλογο που όσο περισσότερες συγγραφείς δοκιμάζονται στη φόρμα της ‘σύντομης ιστορίας,’ τόσο περισσότερο κερδίζει η τέχνη του διηγήματος.

Η τελευταία συλλογή της Anne Enright κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες και οι κριτικές παρουσιάσεις του βιβλίου της έχουν ήδη κάνει τον γύρο των Κυριακάτικων εφημερίδων απ’ το Δουβλίνο ως το Λονδίνο. Η ενασχόληση όμως του τύπου με το Taking Pictures δεν ενοχλεί, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η προβολή ενός βιβλίου από τα σχετικά ένθετα λειτουργεί αντισταθμιστικά προς τους τίτλους που συνωστίζονται κάθε φορά στους πάγκους των ευπώλητων. Δεύτερον, διότι η συλλογή της Enright περιέχει ιστορίες πολύ καλές - ορισμένες είναι, πιστεύω, εξαιρετικές.

Το αντικείμενο που ‘φωτογραφίζεται’ στα διηγήματα είναι το σώμα σε πλήρη ενέργεια, σε αυτοκαταστροφικό λήθαργο, σε χρόνια ασθένεια, σε μανιώδη έρωτα: ένα σώμα σε διαρκή σχέση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δομική απόφαση της Enright (απόφαση δημιουργική και για αυτό, ίσως, υποσυνείδητη) να κάνει σε όλες τις ιστορίες ‘διανομή ρόλων’ ουσιαστικά σε τρία πρόσωπα. Έτσι, αν και πρωταγωνιστής είναι πάντα μία γυναίκα, η συμπεριφορά της αντανακλάται σε δύο άλλα άτομα που ‘επιστρέφουν’ πάνω της μια διαφορετική όψη του εαυτού της. Η προσέγγιση αυτή βρίσκει την καθαρότερη μορφή της στην πρώτη (Pale Hands I loved) και στην έκτη (Bad Sex Weekend) ιστορία, που εκφράζουν και το ιδιαίτερο στυλ της πεζογράφου. Αντίθετα, το εφηβικό δράμα που εκτυλίσεται στο ‘Natalie’, όπως και στο υπέροχο ‘Pillow’, μοιάζουν να κυλούν από την πένα κάποιου κλασικού Αμερικανού διηγηματογράφου - άρτια δουλεμένα, με ‘στρογγυλό’ τέλος, αλλά δίχως το αυθεντικά τραχύ (και τόσο ανάγλυφο) ύφος που έχουν ιστορίες με τις ώριμες ηρωίδες που συνθέτουν και το βιωματικό σύμπαν της Enright.


Thursday 20 March 2008

Αέναη επιστροφή

Η αφορμή ήταν απλή. Οι συνεντεύξεις των υποψηφίων για έναν τομέα στον οποίο θεωρούμαι ειδικός, σήμαινε πως έπρεπε να επισκεφτώ για λίγο το παλιό μου γραφείο στο Bloomsbury. Το πρώτο που ένιωσα περνώντας την ξύλινη είσοδο του αστικού τριόροφου ήταν η γνώριμη ησυχία που αγκαλιάζει τα δωμάτια, επιτρέποντας στην ομιλία τού κάθε συναδέλφου να ακουστεί στο χώρο καθαρά κι αβίαστα. Μου φαίνεται ακόμη παράξενο πως στην πρωτεύουσα της Αγγλίας, αν δεν αντέχεις το θόρυβο και σου αρέσουν οι πρωινοί περίπατοι, είναι καλύτερο να μένεις σε κάποια κεντρική συνοικία του Λονδίνου. Στα δρομάκια γύρω απο τη Βρετανική Βιβλιοθήκη έχουν πληθύνει τα καφέ, και οι πρόσφατες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις - ενόψει δημοτικών εκλογών - έχουν μετατρέψει σε πεζόδρομους τις διασταυρώσεις στα μικρά πάρκα του Tavistock. Το σημείο όμως που προτιμώ βρίσκεται στην άλλη όχθη του βικτωριανού τετραγώνου: είναι η Charlotte Street, ένας δρόμος με μικρές μπυραρίες, καλά μπιστρό, πολλούς ξένους - και καθόλου τουρίστες. Στα γύρω στενά υπάρχουν ακόμη τα ‘δισκάδικα’ ενώ το μεγάλο βιβλιοπωλείο νότια της πλατείας έχει περιορίσει δραστικά τους πάγκους των ευπώλητων, επεκτείνοντας το τμήμα με τις παλιές, συλλεκτικές εκδόσεις.


Στις εφημερίδες κυριαρχεί η επέτειος της επίθεσης - πέντε χρόνια πολέμου και το μόνο απτό αποτέλεσμα είναι πως ο αριθμός των θυμάτων στον άμαχο πληθυσμό του Ιράκ είναι πενταπλάσιος των διακοσίων χιλιάδων βρετανών που χάθηκαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αρκετούς άγγλους η οργή για ό,τι συμβαίνει εναλάσσεται με την απορία πως άφησαν να οδηγήσει τη χώρα τους σε πόλεμο ένας ‘small town lawyer’ - όπως τόσο εύστοχα αποκάλεσε πρόσφατα η Independent τον Τόνυ Μπλαιρ. Η αντίθεσή μου στην εξωτερική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου είναι τόσο μεγάλη που καμιά φορά ξεχνάω τι είναι αυτό που με έλκυε κάποτε στην αγγλοσαξωνική κουλτούρα. Οι βόλτες στα λογοτεχνικά λημέρια ήταν μια καλή υπενθύμιση κάποιων πραγμάτων που αγάπησα. Αγγλία βέβαια δεν είναι μόνο το Bloomsbury - αλλά ευτυχώς είναι και αυτό.




Thursday 6 March 2008

Σκέψεις για τον Γ. Σ.

Δεν ξέρω πως μπορεί να γράψει κανείς για τον Σεφέρη, γι αυτό και παίρνω ως οδηγό το όμορφo κείμενo της Εαρινής Συμφωνίας και την συζήτηση περί ποιητικής και πολιτικής που αναπτύχθηκε στο πάντα φιλόξενο alef. Τρία – σύντομα - σχόλια.


1.

Ανοίγοντας σ’ένα τυχαίο σημείο τα ‘Ποιήματα’ του Σεφέρη συμβαίνει κάτι περίεργο: ξεχνάς ότι διαβάζεις και αρχίζεις ν' ακούς. Ο θόρυβος για λίγο υποχωρεί καθώς ο νους έρχεται σ’ επαφή με τη σκέψη ενός ανθρώπου που ζητά, δίχως ν’ απαιτεί, να μοιραστεί με σένα (τον λεγόμενο ‘άνθρωπο των γραμμάτων’) αυτό το τόσο οικείο σε όλους μας κενό:

T' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης/ επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

T
' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,/ τη δική σου φωνή/ όχι εκείνη που σ' αρέσει·
μουσική σου είναι η ζωή/αυτή που σπατάλησες...

Zωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί.


***


2.

Τα ποιητικά μας πράγματα καθορίστηκαν για μεγάλο διάστημα από μια σπασμωδική ταλάντευση ανάμεσα σε δύο άκρα: αφενός την ποιητική του ‘ιδιωτικού οράματος’, αφετέρου τις μεγαφωνικές απαγγελίες των πάνδημων εκδηλώσεων και των σχολικών εορτασμών. Ο λόγος όμως του Σεφέρη δεν υπήρξε ποτέ ούτε ‘ιδιωτικός’, ούτε ‘δημόσιος’. Ήταν πάντα λόγος προσωπικός - και γι αυτό αληθινά ερωτικός.

Σκέφτομαι συχνά την «Τελευταία Μέρα» - γραμμένη παραμονές του Πολέμου, μιλά για την αμηχανία που μετατρέπεται σε αγωνία, δίχως το ίδιο το ποίημα να παραδίνεται λεπτό στη ρηχή συναισθηματικότητα που περιείχαν οι λυρικές εξάρσεις της ‘πατριωτικής ποίησεως’. Η κατακλείδα του ποιήματος έχει μια σπάνια μουσικότητα, κι ας λέει κάτι φαινομενικά πεζό:

Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:

«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας

Πάμε στο σπίτι μας ν’ανάψουμε το φως.»


***


3.

Γνώρισα τον Σεφέρη – θέλω να πω: γνώρισα τα ποιήματα του Σεφέρη – μαθητής στην Β’ Λυκείου. Τώρα, ίσως περισσότερο κι από τότε, νιώθω δίπλα του πολύ μικρός, όχι γιατί δεν μεγάλωσα, αλλά γιατί όσο κι αν βαραίνει η συνεχώς αυξανόμενη αναγνωστική εμπειρία, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ικανότητα να βιώνεις ένα ποίημα όπως θα τό θελε αυτός: και με τις πέντε αισθήσεις. Η επικεφαλίδα της πρώτης συλλογής του ήταν «ΚΟΧΥΛΙΑ, ΣΥΝΝΕΦΑ» -- αισθητικός οδηγός του δεν ήταν κανείς ευπρεπής, γερμανόφωνος διανοούμενος αλλά «ένας τρελός στα μάτια του κόσμου», ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος -- ακόμη και στα θεωρητικά του κείμενα δεν υποκρίνεται τον στοχαστή του σπουδαστηρίου - γράφει, λόγου χάρη, στην αρχή της εξαιρετικής μελέτης του για τον Καβάφη: «...μου έτυχε κάπου-κάπου, μελετώντας τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, να ψιθυρίσω: καιρός να πάμε να πάρουμε τον αέρα μας στη θάλασσα.»

Ξέρω πως νιώθω για την ποίησή του - αλλά δεν ξέρω πως μπορεί να γράψει κανείς για τον Σεφέρη.




Sunday 24 February 2008

Η ρητορική του ελάχιστου


Δουλεύουμε πάνω σ’ένα κείμενο (δοκιμάζουμε σημεία τομής στον στίχο, επιζητούμε νοηματικές συνάφειες στην πρόταση) αλλά δεν δουλεύουμε πάνω σε μια λέξη: την επιλέγουμε - ή μας επιλέγει.

Μεταξύ μιας παραγράφου και της μοναχικής λέξης εισέρχεται ο αφορισμός – γενεσιουργός σκέψεων που εκφράζει η τέχνη της βραχύτητας. Υπάρχει μια παραδεδομένη αντίληψη για την αντίθεση συστηματικού λόγου κι αφοριστικής σκέψης. Όμως, ως λογοτεχνικό είδος ο αφορισμός φαίνεται να ευδοκιμεί σε χώρες που χαρακτηρίζονται για την αγάπη τους για μακρόπνοα θεωρητικά συστήματα. Στην αναλυτική κουλτούρα της Βρετανίας, π.χ, σπάνια συναντάμε μια αυθεντικά αφοριστική σκέψη – κι η εξαίρεση του Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι τόσο καθοριστική όσο εικάζεται. Νιώθω πως αρκετές από τις περίφημες φράσεις του υπολείπονται ουσίας:

«I never read a book I must review; it prejudices you so.» Εξαιρετικό - αλλά ανεφάρμοστο, ιδίως για όποιον, όπως και ο Ουάιλντ, πιστεύει στην αξία της κριτικής.

Οι Γάλλοι – παρά τον υπέρμετρο ζήλο τους για την ανέγερση ορθολογικών συστημάτων – αποδείχτηκαν πολλοί πιο εύστοχοι σε μια τέχνη που καθρεφτίζει τα όρια και τις αντιφάσεις του ανθρώπινου στοχασμού. Κλείνω με ένα αγαπημένο παράδειγμα του Λα Ροσφουκώ:

«Αν δεν είχαμε εμείς ελαττώματα, δεν θα νιώθαμε ευχαρίστηση όταν τα εντοπίζουμε στους άλλους.»


Monday 18 February 2008

18 Φεβρουαρίου 2008




Snow, the poor man's marble


Joseph Brodsky


Thursday 7 February 2008

Ευτυχία;

Αφιερωμένο στο alef για την ευγενική του πρόσκληση να αποδόσω, μέσω ενός κειμένου, μιαν όψη της ‘ευτυχίας’. Αν και πυρρώνειος σκεπτικιστής προς κάθε τι υπερβατικό, νομίζω πως κάτι ιδιαίτερο περικλείεται στην ακόλουθη ιστορία:


«Κάθε κλειδαριά έχει ένα κλειδί που της αρμόζει και την ανοίγει. Αλλά υπάρχουν δυνατοί ληστές που ξέρουν πως να ανοίγουν ό,τι θέλουν δίχως κλειδί: σπάνε την κλειδαριά. Ετσι και κάθε μυστήριο στον κόσμο μπορεί να λυθεί με την περισυλλογή ή τον στοχασμό που του ταιριάζει. Αλλά ο θεός αγαπάει τον κλέφτη που κάνει κομμάτια την κλειδαριά: εννοώ, αυτόν που κάνει την καρδιά του κομμάτια για την αγάπη του θεού.»


παλιά χασιδική ιστορία


Monday 4 February 2008

Βίοι παράλληλοι

Ο θόρυβος κι η μουσική κινούνται με το ίδιο νόμισμα: τον ήχο.

Νομίζω ότι, για μένα, η μουσική έχασε την ισχύ της, όταν εξοβέλισε το θόρυβο από τη θέση του, ώστε να γίνει αυτή συνεχώς παρούσα ως background music. Η αντίσταση, ίσως, στην διαρκή υποχώρηση της μουσικής στο ‘υπόβραθο’ όσων κάνουμε, ξεκινά από την υπενθύμηση της φυσικότητάς της. Παλιά – ίσως υπάρχουν επισκέπτες αυτού του μπλογκ που να καταλαβαίνουν τι εννοώ – δεν πηγαίναμε στο σπίτι ενός φίλου για να ακούσουμε μουσική, αλλά για να ακούσουμε δίσκους.

Η διαδρομή ενός δίσκου από το ράφι ή το χαλί, ώσπου να τον αγγίξει η βελόνα του πικάπ, και πίσω στη θήκη του, σήμαινε ότι η πρώτη αίσθηση με την οποία μας δινόταν η μουσική ήταν η αφή. Δεν μπορώ εύκολα πια να θυμηθώ πως ήταν να ακούω μουσική, χωρίς παράλληλα να αλλάζω ταχύτητα στο αυτοκίνητο, ή να συζητώ, ή να προχωρώ ένα βιβλίο, ή να πληκτρολογώ.

Μου ρθε στο νου ένα κείμενο που διάβασα πριν από πολύ καιρό. Στην εισαγωγή τού βιβλίου Οι Αθώοι, ο Herman Broch αναφέρει πως όταν σταματήσει ο κάθε θόρυβος (των λόγων, μα και των σκέψεων) αυτό που θα ακούσεις είναι ο ήχος του χρόνου – του δικού σου χρόνου, που, ίσως, δεν χάθηκε.




Tuesday 29 January 2008

28 Ιανουαρίου 2008


για τον Ν. Κ.

Έτσι όπως συνηθίζεις να ζεις

Σ' ένα υπόγειο

Δίχως όραση

Γεμάτος οράματα

Υγρή σιωπή καλύπτει

Tο βλέμμα σου

Κι η απουσία διάρκειας

Γεμίζει το χρόνο σου



Βιβλία - τείχη από σιωπή

.

Friday 18 January 2008

Ο πειρασμός του υπάρχειν



Ο τίτλος του βιβλίου του Σιοράν ακούγεται ελκυστικός γιατί υπόσχεται όχι απλά μια ακόμη συζήτηση ενός γνώριμου ζητήματος, αλλά γιατί φαίνεται να προτείνει ένα εξ’ολοκλήρου νέο θέμα: το να συνεχίζεις να κάνεις οτιδήποτε, σημαίνει ότι υποκύπτεις σ’έναν πειρασμό: τον πειρασμό του να υπάρχεις.

Αυτό που θα ήθελα να σκεφτώ, διαβάζοντας το βιβλίο του Σιοράν, είναι εάν και πως μπορεί κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό αυτό – κι αν όχι, τότε γιατί η επιθυμία για ύπαρξη να είναι τόσο ακαταμάχητη. Αντί όμως να με βοηθήσει να περιπλανηθώ στα μονοπάτια μιας νεόκοπης σκέψης, το κείμενο του Σιοράν με επανέφερε στο κλασσικό ερώτημα για το αν είναι λογικό ο άνθρωπος να φοβάται τον θάνατο. Η συζήτησή του είναι ευφυέστατη, κι η δοκιμιακή γραφή του κάποιες στιγμές πετυχαίνει ένα πολύτιμο εκφραστικό αγαθό: έχει – πως να το πω - μιαν όμορφη αταξία. Αλλά το περιεχόμενό της συνίσταται εν πολλοίς στην επαναδιατύπωση τυπικών επιχειρημάτων, από την εποχή των αρχαίων ατομιστών (σύμφωνα με τους οποίους όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ, κι άρα είναι παράλογο να τον φοβάμαι) ως την καθοριστική παρέμβαση των υπαρξιστών (για τους οποίους το να ζεις αυθεντικά σημαίνει να νοηματοδοτείς τις σχέσεις σου με τον κόσμο καθώς συνειδητοποιείς την δυνατότητα της ανυπαρξίας σου στο τώρα.)

Στις καλές στιγμές του ο Σιοράν είναι ο μεγάλος μάστορας του απρόοπτου: μπορεί εύκολα, μες τον λόγο του, η τελευταία λέξη μιας φράσης να ακυρώνει την συνηθισμένη σημασία όσων προτάσσονται. Σε παρόμοιο ρητορικό τέχνασμα οφείλεται, νομίζω, και η αναγνωστική αμηχανία που προκαλεί μια πρόχειρη ενασχόληση με το κείμενό του. Ενώ κάθε πρότασή του μπορεί άνετα να σταθεί μόνη της (γεννώντας μια μικρή εκδοτική βιομηχανία πεσιμιστικών αποφθεγμάτων), εκφέρεται πάντα ως τμήμα ενός σοβαρού, και αρκετά περίπλοκου, συλλογισμού. Έτσι όμως ο νους δεν ξέρει αν θα πρέπει να ξαποστάσει ώστε να γευθεί με την ησυχία του την κάθε πρόταση, ή αν οφείλει να προχωρήσει αμέσως στην επόμενη ώστε να κατανοήσει το συλλογισμό που αναπτύσσεται στο κείμενο.

Υπάρχει διάχυτη, στο βιβλίο του, η απαξίωση της συμβατικής ηθικής (ή ανηθικότητας) της Δύσης, των ιστορικά δοκιμασμένων τρόπων συνύπαρξης (ή αλληλοεξόντωσης) των ανθρώπων, καθώς και των μεταφυσικών συστημάτων που ανέγειραν πλήθος διανοητές (για να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους). Πιστεύω πάντως ότι η εντύπωση ουδετερότητας που μπορεί να δίνει η ειρωνική αποστροφή του είναι ψευδής. Ο Σιοράν πονάει πολύ για να διατηρήσει την ουδετερότητά του, να μείνει αμέτοχος στο δράμα της ύπαρξης. Επειδή όμως το έργο που θέλει να ανεβάσει είναι η ανθρώπινη ζωή πέρα από κάθε συναισθηματική, ερωτική, ή ιδεολογική αυταπάτη, γίνεται ουσιαστικά σκηνοθέτης σ’ένα έργο δίχως σενάριο.

Αν και πολέμιος του μοντέρνου μυθιστορήματος, στα κείμενα που ασχολείται με τη λογοτεχνία, ο Σιοράν αποδεικνύεται ένας απόλυτα διαυγής, και σπάνιας ευαισθησίας στοχαστής. Οι παραινέσεις του προς ένα επίδοξο πεζογράφο της Ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι από τις καλύτερες σελίδες επιστολικού λόγου που έχω διαβάσει. Η επιθυμία να μεταφέρω εδώ μικρά αποσπάσματα, δίκην αφορισμών, είναι πολύ μεγάλη. Αλλά επειδή θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί ως σύνολο, κι όχι αποσπασματικά, η παράθεση γοητευτικών φράσεων του Σιοράν είναι ένας – ίσως ο μόνος - πειρασμός στον οποίο θα προσπαθήσω ν’ αντισταθώ.


E.M. Cioran, Ο πειρασμός του υπάρχειν, μτφ. Δ. Δημητριάδης, Scripta, 2007


Thursday 17 January 2008

Αντισταθείτε...

H πρόσκληση του alef έκανε τη μνήμη μου να αναζητήσει τα ίχνη μιας φράσης που μπορεί να περικλείει, σ' ένα στίχο, ένα ολόκληρο ποίημα. Κι έτσι σκέφτηκα την κατακλείδα από ένα αγαπημένο κείμενο:


"Δεν έμαθα τίποτα, πηγαίνω χιλιοτρυπημένος από τον αέρα
αιώνιος κι αγαπημένος του όντος."


Δ.Π. Παπαδίτσας, Ερμηνεία Πρώτη, 1966







Thursday 10 January 2008

Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα

Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την αιτιολόγηση των πράξεων, από την δικαίωση των επιλογών που οδηγούν στην πράξη. Ένα σημαντικό στοίχημα για κάθε θεατρικό δημιουργό είναι να καταδείξει τη λογική που διέπει τη ζωή των ηρώων του, δίχως ηθικολογίες - χωρίς δηλ. να προκρίνει ή να κατακρίνει τα όσα εκτυλίσσονται πάνω στη σκηνή, με βάση θεωρητικά σχήματα εξωγενή προς την ίδια τη θεατρική διαδικασία.

Για τον λόγο αυτό, νομίζω, ότι οι πιο δημοφιλείς αναγνώσεις του έργου του Ευγένιου Ο' Νηλ - ως μηχανική μεταφορά βιογραφικών, ψυχαναλυτικών, θρησκευτικών, ή κι εθνολογικών δεδομένων - ηχούν παράταιρες ή τουλάχιστον σοβαρά ανεπαρκείς. Για τούτο, επίσης, πιστεύω ότι, σε αντίθεση με αρκετά από τα σύγχρονα έργα που αναπαράγουν τις 'αυτοβιογραφικές νύξεις', τις 'νεοτερικές ιδέες', ή τις 'σκηνικές λύσεις' του Ο' Νηλ, το Ταξίδι εισέρχεται αθόρυβα στη ψυχή του θεατή κι επιβάλεται στη μνήμη του ως ένα masterpiece.


Απλό Θέατρο/Κεντρική Σκηνή - Θεατρικός Οργανισμός Φάσμα - μετάφραση Νίκου Γκάτσου



Tuesday 1 January 2008

Η νοσταλγία του παρόντος


Όταν στα 1942, οι φίλοι ενός χαμηλόμισθου υπαλλήλου άνοιξαν το σεντούκι όπου είχε φυλάξει τα χειρόγραφά του, ανακάλυψαν ότι τέσσερις από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Πορτογαλίας – ο Αλπέρτο Καέριος, ο Μπερνάντρο Σοάρες, ο Άλβαρο ντε Κάμπος, κι ο Ρικάρντο Ρέις – ήταν ένα και το αυτό άτομο: ο άνθρωπος των γραμμάτων, Φερνάντο Πεσσόα. Τον αναφέρω απλά ως ‘άνθρωπο των γραμμάτων’ γιατί ολόκληρη η ζωή του Πεσσόα ήταν -για μένα- ένας αδιάλειπτος αναγραμματισμός.

Η ετερωνυμία του Πεσσόα (η οποία, όπως πλέον γωρίζουμε ανέρχεται σε 16 τουλάχιστον ‘πρόσωπα’) είναι ένα από τα σαγηνευτικότερα, όσο και πιο δυσεπίλυτα, ζητήματα της μοντέρνας λογοτεχνίας. Θα ήταν μάλιστα δύσκολο να σκεφτούμε σήμερα το τι σημαίνει ‘μοντερνισμός’, δίχως να ποτιστεί η συζήτησή μας από τον καπνό της πίπας του ορθώνυμου Φερνάντο. Θεωρώ πως η αντίληψη ότι τα Πεσσοικά ετερώνυμα δεν ήταν άλλο από λογοτεχνικά ψευδώνυμα, αν και ευλογοφανής, είναι λανθασμένη, για έναν τουλάχιστον λόγο: τα ψευδώνυμα κρύβουν, ενώ κάθε ετερώνυμο απο-καλύπτει ένα άλλο πρόσωπο, μια νέα όψη του εαυτού.

Η έκδοση από την Άγρα των κειμένων του Αντόνιο Ταμπούκι για τον Φερνάντο Πεσσόα αποτελεί μια πραγματικά σημαντική προσθήκη στην ελληνική βιβλιογραφία για τον «πιο μυστηριώδη ποιητή του 20ου αιώνα.» Το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από τρία τμήματα: αυτοτελείς μελέτες, τρία κείμενα του Πεσσόα, και τις σχετικές διαλέξεις του Ταμπούκι στην École des Hautes Études. Η ανάλυση του Ταμπούκι έχει δύο αρετές. Πρώτον, αποφεύγει την μηχανική εφαρμογή κάποιας (ψυχαναλυτικής, στρουκτουραλιστικής, ή οποιασδήποτε άλλης ερμηνευτικά μεγαλόπνοης) θεωρίας, επιλέγοντας τον πιο δύσκολο δρόμο του να μιλήσει για το αντικείμενό του με βάση το ίδιο το έργο του Πεσσόα. Δεύτερον, η γνώση του για το έργο αυτό, επιτρέπει στον Ταμπούκι να ‘ελέγχει’ αποτελεσματικά – και με τον τρόπο αυτό να βελτιώνει καθοριστικά – ερμηνευτικές προτάσεις άλλων σχολιαστών. Στα αρνητικά, όμως, του ανα χείρας βιβλίου, θα πρέπει να σημειωθεί η επαναλητικότητα, όχι τόσο των ζητημάτων που επαναδιατυπώνονται σε κάθε κεφάλαιο, αλλά κυρίως, η ανα-παραγωγή φράσεων, παραπομπών, και παραθεμάτων διαφόρων συγγραφέων. Η πολύ ενδιαφέρουσα συλλογιστική που διατυπώνεται σε κάποιες μελέτες του πρώτου μέρους, αναπαράγεται αυτούσια στις διαλέξεις του τρίτου μέρους, δίχως περαιτέρω ανάπτυξη, ή εννοιολογική εμβάθυνση. Το πλήθος επιγραμματικών αναφορών και εκτενών παραθεμάτων διαφόρων συγγραφέων, οδηγεί μάλιστα τον Ταμπούκι σε ατοπήματα που δημιουργούν (αδίκως ίσως) την αμφιβολία για το αν έχει όντως διαβάσει τα κείμενα στα οποία αναφέρεται – όπως στην περίληψη του διηγήματος του Κόνραντ, The Secret Sharer, όπου ο κύριος χαρακτήρας περιγράφεται δις από τον Ταμπούκι ως «ένας επιβάτης» – ενώ, όπως δηλώνεται από την αρχή του διηγήματος, πρόκειται για τον καπετάνιο ενός εμπορικού πλοίου.

Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης μας έχει συνηθίσει σε άριστες μεταφραστικές εργασίες, και το παρόν έργο δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι υποσημειώσεις του, μάλιστα, παρέχουν στον Έλληνα αναγνώστη πολύτιμη βοήθεια για να διαπλεύσει την διακειμενική θάλασσα αυτού του βιβλίου. Είναι τέτοια όμως η φύση του πονήματος του Ταμπούκι, που θα χρειάζονταν κι άλλες διευκρινήσεις του επιμελητή για το λεξιλόγιο του βιβλίου, ιδίως όταν πρόκειται για τεχνικούς όρους που, ελλείψει επεξηγήσεων, μοιάζουν ακατανόητοι.

Παράδειγμα: λίγες σελίδες πριν το τέλος του πέμπτου κεφαλαίου, διαβάζουμε ότι «Η ψυχή ... είναι ... ένας τόπος που δύσκολα ορίζεται: είναι η Συνείδηση και το Ασυνείδητο, το Εγώ, το Είναι και το Είναι εκεί.» Η φράση αυτή είναι, καταρχήν, χαρακτηρισιτκή της ταχύτητας με την οποία ο συγγραφέας εισαγάγει διάφορα ζητήματα μέσω κεφαλογράμματων λέξεων, δίχως να προσφέρει μια συστηματική ανάλυση των εννοιών που επικαλείται – και οι τέσσερις σελίδες κειμένου που ακολουθούν πριν το τέλος εκείνου του κεφαλαίου δεν αρκούν βέβαια ούτε για μια ακροθιγή πραγμάτευση αυτών των εννοιών στο έργο του Πεσσόα.

Ιδιαίτερη απορία μπορεί να προκαλέσει η έκφραση «το Είναι εκεί», η οποία νομίζω ότι δεν συναντάται στην καθομιλουμένη ελληνική. Υποθέτω ότι πρόκειται για μετάφραση (διαμέσου των ιταλικών του Ταμπούκι) του Χάιντεγγεριανού όρου Dasein (μεταφρασμένου πριν δεκαετίες ως être là στα γαλλικά, και ως being there στα αγγλικά – πλέον το Dasein έχει ‘πολιτογραφηθεί’ και μεταφέρεται αυτούσιο από Γάλλους και Άγγλους μεταφραστές) και του οποίου η δόκιμη μετάφραση, εδώ και τριάντα περίπου έτη, στα ελληνικά είναι όχι «το Εκεί είναι» αλλά «το εδωνά είναι». Μια σύντομη υποσημείωση ίσως να βοηθούσε τον αναγνώστη στο να κατανοήσει ότι το βασικό νόημα της εν λόγω φράσης έγκειται στο ότι η πρωταρχική αίσθηση ύπαρξης του ανθρώπου είναι «το ότι είναι εντός του κόσμου», άρρηκτο μέρος μιας γεμάτης νόημα πραγματικότητας, την οποία η Δυτική μεταφυσική επιχείρησε να διασπάσει τεχνητά σε ‘υποκειμενικά’ και ‘αντικείμενικά’ τμήματα (κακώς βέβαια, σύμφωνα με την φαινομενολογική αντίληψη που περιγράφει ο Ταμπούκι).

Οι καλύτερες στιγμές του βιβλίου είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτές που ο πολυμήχανος Ταμπούκι ανακτά την πεζογραφική του δύναμη, και αναλύει τον Φερνάντο Πεσσόα μέσα από την εμπειρία των ‘ηρώων’ του, όπως είναι ο δικός μου αγαπημένος ετερώνυμος, ο συγγραφέας του Βιβλίου της Ανησυχίας, Μπερνάντο Σοάρες. Εφαρμόζοντας στον Ταμπούκι την πρακτική εκτενών παραθεμάτων από άλλα κείμενα, ας μεταφέρω εδώ την κατακλείδα του δικού του κειμένου για τον Σοάρες, όπου διακρίνεται η τέχνη τόσο του Ιταλού συγγραφέα, όσο και του Έλληνα μεταφραστή:

«Με αυτό το πρόσωπο, με την ταπεινή κοινωνική ένταξη και τη μεγάλη ψυχή, η πόλη της Λισαβόνας κάνει μια πομπώδη είσοδο στη λογοτεχνία του αιώνα μας... Πρόκειται για μια πόλη φορέα μυστηρίου, γιατί ο αφηγητής έβαλε στην γεωμετρία της το μυστήριο της ύπαρξης. Και μαζί με τη Λισαβόνα κάνει την είσοδό του στη λογοτεχνία και ένας δρόμος, ... η οδός των Χρυσωτών του εμπορικού και βιοτεχνικού κέντρου της πόλης, στο οποίο υπάρχει και η οδός των ψιλικατζήδων, η οδός των βυρσοδεψών και η οδός των παπουτσήδων. και μαζί με τον δρόμο κάνει την είσοδό του και το γραφείο μιας εταιρείας υφασμάτων, όπου κρύβεται αυτός ο μεταφυσικός γραφέας που πρέπει να είχε γνωρίσει κάπου τον Μπάρτλεμπυ του Μελβίλ. Ταυτόχρονα με τη Λισαβόνα, τον δρόμο και το γραφείο παίρνει τη θέση του στη λογοτεχνία και ένα κουρείο, μια κακοφωτισμένη τρύπα στην οποία κάθεται ο Μπερνάντο Σοάρες με μια πετσέτα χωμένη στο γιακά του. Έχει στο πρόσωπο μια ανεξιχνίαστη έκφραση, και κοιτάζει την πόρτα τού πίσω μέρους του μαγαζιού. Γιατί εκείνη η γέρικη πόρτα, από όπου θα περίμενε κανείς να εμφανιστεί ο κουρέας, βλέπει κατευθείαν στο Σύμπαν.»



Η Νοσταλγία του Πιθανού: Γραπτά για τον Φερνάντο Πεσσόα

Antonio Tabucchi, μτφ: Ανταίος Χρυσοστομίδης

Άγρα, 2007