![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjr8Vl7TFXrjUTDereFMBwILeddr5yXrvv21E3cyR5V0JB6s9eE-E1CHT61F1fXCr0QCZNGXiezUfhgddmgbAOgVsth_ZDmDLzD0SNCm_0b99vxkyvsQDRQKOO1Oe9yVqbeMNx_LldGqUe5/s400/on_reflection.jpg)
Δουλεύουμε πάνω σ’ένα κείμενο (δοκιμάζουμε σημεία τομής στον στίχο, επιζητούμε νοηματικές συνάφειες στην πρόταση) αλλά δεν δουλεύουμε πάνω σε μια λέξη: την επιλέγουμε - ή μας επιλέγει.
Μεταξύ μιας παραγράφου και της μοναχικής λέξης εισέρχεται ο αφορισμός – γενεσιουργός σκέψεων που εκφράζει η τέχνη της βραχύτητας. Υπάρχει μια παραδεδομένη αντίληψη για την αντίθεση συστηματικού λόγου κι αφοριστικής σκέψης. Όμως, ως λογοτεχνικό είδος ο αφορισμός φαίνεται να ευδοκιμεί σε χώρες που χαρακτηρίζονται για την αγάπη τους για μακρόπνοα θεωρητικά συστήματα. Στην αναλυτική κουλτούρα της Βρετανίας, π.χ, σπάνια συναντάμε μια αυθεντικά αφοριστική σκέψη – κι η εξαίρεση του Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι τόσο καθοριστική όσο εικάζεται. Νιώθω πως αρκετές από τις περίφημες φράσεις του υπολείπονται ουσίας: