Sunday 30 December 2007

άτιτλο


Γιατί άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει. Ψυχή είναι ένα ακατάπαυστο σώμα που δεν καταλήγει. Αλλος τρόπος από το σώμα δεν είναι. Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος.


Γιώργος Χειμωνάς

εικόνα: Julie Gross


καλή χρονιά

Saturday 22 December 2007

Βιβλία που δεν λάβαμε

Είθισται οι τελευταίες σελίδες κάθε τεύχους των φιλολογικών περιοδικών να παρουσιάζουν μια λίστα κειμένων υπό τον τίτλο 'Βιβλία που λάβαμε'. Από τα βιβλία που διάβασα τη χρονιά που πέρασε κανένα δεν έφτασε στο κατώφλι μου από κάποιον αγχωμένο courier, ούτε φέρει στο εξώφυλο αποτυπώματα από τα υγρά - λόγω εξακολουθητικής χειραψίας - δάχτυλα κάποιου 'παράγοντα' της αγοράς του βιβλίου.

Όπως και οι περισσότεροι μπλόγκερς, απέκτησα ιδίοις αναλώμασι κάθε βιβλίο που παρουσίαστηκε ως τώρα στην Καφεΐνη, υπακούοντας ενίοτε στη λογική επιλογή τίτλων από συγγραφείς ή εκδοτικούς οίκους που το έργο τους εκτιμώ, συχνότερα όμως υποκείπτοντας στην παρόρμηση που δημιουργεί η τυχαία ανάγνωση ενός αποσπάσματος αγνώστου βιβλίου που κάτι δυσερμήνευτο με κάνει να το ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα που ενοικούν στο ίδιο ράφι ενός βιβλιοπωλείου.

Ως μνημονική άσκηση, σκέφτηκα να σημειώσω τα τρία βιβλία, αγορασμένα το 2007, που φαίνεται πως εξέχουν, απόψε, στο ράφι του μυαλού μου.

Orlando Figes, A People's Tragedy: Russian Revolution 1891-1924 (Viking) εξαιρετική αφήγηση, τεκμηριομένη από την εσώτερη λογική που διέπει τα πάθη, τα λάθη - και τους πόθους - των ανθρώπων

Charles D'Ambrosio, The Dead Fish Museum (Knopf) συλλογή διηγήματων, άριστα δουλεμένων, που λειτουργούν όχι μόνο λόγω της τεχνικής τους αρτιότητας (μάστορες της 'σύντομης ιστορίας' υπάρχουν πολλοί στην Αμερική) αλλά χάρη στην υπόσταση (την ψυχολογική παρουσία) με την οποία αποδίδονται οι 'ήρωες' του D'Ambrosio.

Τάκης Σινόπουλος, Χρονικό Αναγνώσεων (Σοκόλης) ένα βιβλίο σταθμός - τόσο για τα παλαιότερα ποιητικά μας δρώμενα, όσο και για κείνους που αναζητούν μιαν ανάπαυλα από τον πληθωρισμό των βιβλιοπαρουσιάσεων - δείγμα μιας εποχής που οι κριτικοί δημιουργούσαν κριτικό λόγο...


Monday 10 December 2007

Καλό μήνα


O Δεκέμβρης περπατά στη δεύτερη εβδομάδα, κι εγώ καθυστερώ στο ποιητικό ραντεβού που δίνω με τον ιστολογικό εαυτό μου στην αρχή κάθε μήνα - θα μου άρμοζε, προφανώς, το χριστιανοπούλειο τρίστιχο: "Με γέλασες/με γέρασες/ και μ'έχεις στήσει."

Εις αντίστασην της ραθυμίας που επιφέρει η χειμερινή καλοκαιρία, παραθέτω απόσπασμα ποιήματος του Jimy Langge από την μακρυνή Κίνα

If the poets that I like suddenly disappeared
I’d have to go find poets that I don’t like
Drink with them or take them out for drinks
This is the smart thing to do

Poets say that after Ai Qing stopped writing poetry
He became a poet

In the study there were cheers and laughter
That instant of boredom
Was enough to languish my whole life away
They talked about poetry too much




Thursday 29 November 2007

Οι Πηγές του Εαυτού



Οταν άδειασε το πρώτο μπουκάλι κρασί, η συζήτησή μας πέρασε στη μελαγχολία: «Τον δύσθημο άνθρωπο,» μου λέει ο Taylor, «οι μεσαιωνικοί πίστευαν πως τον κατείχε η μέλαινα χολή. Αν παραπονεθώ σήμερα σε κάποιον για το πως νιώθω μ’όλα αυτά που συμβαίνουν, θα μου πει ‘πάλι δεν έφαγες πρωινό – πως περιμένεις να σου φτιάξει η διάθεση με σκέτο καφέ’.»

Το βλέμμα του Taylor είναι αψύ, κι αισθάνομαι πως κάθε του κουβέντα πηγάζει από την ανάγκη να επικοινωνήσει την αλήθεια για κάτι επείγον – όσο επείγον μπορεί να είναι το φιλοσοφικό θέμα της σύστασης του εαυτού. Η απάντηση που μας δίνει στις 856 σελίδες του κορυφαίου έργου του έχει – κατά την άποψή μου - δύο σκέλη. Μπορούμε να κατανοήσουμε την σύγχρονη ταυτότητα μόνο αν γνωρίζουμε το πως διαμορφώθηκε (κι αυτό απαιτεί να ανατρέξουμε στις πολιτισμικά εγγύτερες ή ιστορικά απώτερες ‘πηγές του εαυτού’.) Η κατανόηση αυτή δεν είναι απλά θεωρητικού χαρακτήρα (κι εδώ έγκειται το δεύτερο και σημαντικότερο σκέλος της απάντησης). Το τι είμαι ορίζεται ουσιαστικά από τους τρόπους με τους οποίους το κάθε τι έχει τώρα ζωτική σημασία για μένα. Η ερμηνεία αυτής της σημασίας αποτελεί την κατεξοχήν ‘ατομική υπόθεση’, αφού μέσω της προσωπικής ανακάλυψης της σημασίας των πραγμάτων, συγκροτείται ο καθένας μας σε ξεχωριστό εαυτό. Η ανάλυση της διαδικασίας ‘αυτο-συγκρότησης’ είναι το κύριο μέλημα της θεωρίας του Taylor – μιας θεωρίας ανενδοίαστα γλωσσοκεντρικής, μια που, για τον Taylor, η δημιουργία του εαυτού προϋποθέτει μια γλώσσα στην οποία μπορεί να διατυπωθεί η σημασία αυτού που βιώνω, στο κάθε άγγιγμα και στην κάθε σκέψη, την κάθε στιγμή που γεύομαι την πραγματικότητα – τόσο την δική μου, όσο και των άλλων.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι η συστηματική ανάλυση του νοήματος της εμπειρίας (που επιχειρείται στο πρώτο τμήμα του βιβλίου), διακόπτεται μάλλον, παρά αναπτύσσεται, στην μεγαλόπνοη σύνθεση της ‘ιστορίας της εσωτερικότητας’, από τον Αυγουστίνο ως τον Ντιντερό (που στοιχειοθετείται στα επόμενα τρία μέρη). Η φιλοσοφική κι ιστοριογραφική ατζέντα επανασυνδέονται στα κεφάλαια 20 ως 24, που είναι και τα αρτιότερα του βιβλίου. Εδώ ο Taylor βαδίζει σε σταθερό έδαφος, προσφέροντας μια στοχαστική περιήγηση σε κείμενα της Ρομαντικής σκέψης, η οποία με τον ακραίο (γι άλλους αισθητικά υπέροχο, και γι άλλους πολιτικά αδιέξοδο) ατομικισμό της, λειτουργεί ως αντί-φωνο της προσπάθειας του Taylor να γνωρίσει τον εαυτό του στο πλαίσιο της ίδιας της συγγραφικής του εργασίας.

Η προσπάθειά του ωστόσο περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Taylor που αναδύεται από το έως τώρα έργο του δεν είναι ένα άτομο αλλά μία πολλαπλότητα: διεθνιστής σοσιολδημοκράτης, αλλά που συχνά εκφράζεται στην τοπική καναδική διάλεκτο quebecqoi, συντηρητικά ρωμαιοκαθολικός Χριστιανός, αλλά και λάτρης του Τζόις, του Μπέργκμαν και του Ρίλκε.

Είναι άραγε αρνητικό να φέρει κανείς μέσα του τόσο ανόμοια πολιτισμικά πρότυπα; Δεν είναι στιγμές που η λεγόμενη απαίτηση για ‘σαφείς επιλογές’ μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική πτώχευση ή εννοιολογική αυτο-λοβοτομή; Το στοίχημα του Taylor είναι να δείξει πως - και εάν - η πληθώρα των μοντέλων εαυτού που ανασυνθέτει στο έργο του οδηγεί στην ολοκλήρωση κι όχι στην διάλυση του ‘σχεδίου’ του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για μια ορθολογική συγκρότηση της προσωπικής ταυτότητας αυτόνομων ατόμων.

Το στοίχημα μπορεί ίσως να κερδιθεί αν η θεωρία του για την κοινωνική διάσταση της ταυτότητας (στα κεφάλαια 17 και 25) λάβει σοβαρά υπ’όψη της την αναφορικότητα του προσώπου, ως μιας έλλογης παρουσίας, σε διαρκή συ-ζήτηση με άλλα πρόσωπα για την νοηματοδότηση και την ερμήνευση της κοινής (ιστορικά, πολιτικά κι αισθητικά αρθρωμένης) εμπειρίας. Μιας συζήτησης που, σύμφωνα με την πείρα μου, χρειάζεται τόσο λίγα υλικά για να ευοδώσει: ορθή γνώση των πηγών, κοινή γλώσσα κι ένα καλό μπουκάλι κρασί.



Charles Taylor, Οι Πηγές του Εαυτού, μτφ. Ξενοφών Κομνηνός (Ινδικτος, 2007)

Wednesday 14 November 2007

Υπαρξιακές ανησυχίες


Η πρόσκληση που δέχτηκα πρόσφατα από ξένο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας να γράψω μία σειρά σύντομων άρθρων πάνω στην ‘Επικαιρότητα του Υπαρξισμού’ με έκανε να αναρωτηθώ γιατί ένα θέμα που φαίνεται να ενδιαφέρει το ευρύ αναγνωστικό κοινό μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας, θα άφηνε μάλλον αδιάφορο τον ‘μέσο’ Ελληνα ανγνώστη.

Ούτε η (υποτιθέμενη;) ποιοτική απόσταση μεταξύ ελληνικών και αλλοδαπών περιοδικών, ούτε η διαφορά απαιτήσεων που έχει το αγοραστικό κοινό του περιοδικού τύπου σε Ελλάδα και εξωτερικό φαίνειται να αιτιολογεί την πλήρη απουσία από τα εγχώρια έντυπα ‘ποικίλης ύλης’ κάποιων πολιτιστικών ή φιλοσοφικών θεμάτων που απασχολούν τον ξένο τύπο.

Ο κύριος λόγος, πιστεύω, είναι ότι το θέμα του υπαρξισμού ‘ξενίζει’ – δημιουργώντας άλλοτε την γοητεία του διαφορετικού κι άλλοτε την δικαιολογημένη επιφύλαξη προς όποιο πολιτιστικό προϊόν έρχεται ‘ετοιμοπαράδοτο’ από την Εσπερία. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ως λογοτεχνική πρόταση ο υπαρξισμός δυσκολεύτηκε να μπολιάσει την εγχώρια παραγωγή, δίνοντας ουσιαστικά μόνο τρεις ξεχωριστούς ανθούς: τον Παπατσώνη, τον Καρούζο και τον Παπαδίτσα.

Η σχέση φιλοσοφικών ιδεών και λογοτεχνικής δημιουργίας είναι αρκετά περίπλοκη. Από τους λίγους που πέτυχαν να συνθέσουν με επιτυχία ένα κείμενο στο οποίο μοιράζονται ισόποσα ο στοχασμός και η αφήγηση ήταν ο πρώιμος Σαρτρ της Ναυτίας - όσο δημοφιλέστερος γινόταν ως εκπρόσωπος του Υπαρξισμού, τόσο αμβλυνόταν το αισθητικό αποτέλεσμα των μυθιστορημάτων του. Οι χαρακτήρες της τριλογίας του Οι Δρόμοι της Ελευθερίας, επιτελούν ορθά το ρόλο τους ως φορείς ιδεών, αλλά αποτυγχάνουν ως αυθεντικοί λογοτεχνικοί ήρωες. Κάτι ιδιαίτερα παράδοξο για τον φιλόσοφο που πίστευε ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας.




Sunday 4 November 2007

Desire


I could say silver sky or blue moon,
but that is not my voice
and if I draw a star
it is only to drive away my shadow.

Fortune teller of the night, decipher these waters:
I am the lonely sea approaching your lonely shores.
And today I would like to transform my voice
into a sea of light for the thirst of your night;
let my footsteps have
the resonance of dawn when I look for your footprint
and not the surrender of the sun’s suicide at day’s end.

Let my words be a rustle of wings,
and at the moment of writing the word love
let a flock of birds appear
to silence the noise of the bones of the air.
And if it is because of my waters’ dance
in the night of your body,
let desire give us back
the sweet and painful memory of paradise lost.


Álvaro Marín


καλό μήνα



Tuesday 23 October 2007

Μικρή Αγγελία


Αιτήσεις για την τετράμηνη θέση φύλακα του νοτιότερου φάρου της γης γίνονται αυτή την εβδομάδα δεκτές από τις λιμενικές αρχές της Τασμανίας. Το νησί Maatsuyker φωτίζει από τον νοτιοδυτικό όρμο του τον ωκεανό ανάμεσα στην Αυστραλιανή ήπειρο και τον Νότιο Πόλο. Το νησί χαρακτηρίζεται από μοναδική βλάστηση και ακατάπαυστους πελαγίσιους ανέμους.

Η σχετική ανακοίνωση διευκρινίζει ότι η συνέντευξη με τους υποψήφιους περιλαμβάνει συζήτηση με αρμόδιο ψυχολόγο, και ότι όποιος επιλεγεί, καλό θα ήταν να πάρει μαζί του στο νησί μια μεγάλη συλλογή βιβλίων. Αν πότε με καλούσαν σε συνέντευξη, γνωρίζω τουλάχιστον τι ερώτηση θα έθετα εγώ, με τη σειρά μου, στην επιτροπή: "Μα γιατί μόνο τέσσερις μήνες..."

Saturday 13 October 2007

Νόμπελ Λογοτεχνίας 2007


Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στην Doris Lessing μου υπενθύμησε πόσα από τα στοιχεία που θεωρούνται σήμερα μεταμοντέρνα ή πρωτοποριακά συναντώνται ήδη στα γραπτά κάποιων πεζογράφων από την δεκαετία του '60. Ο ιδιότυπος ρεαλισμός της Lessing στηριζόταν σε μια εις βάθος κατανόηση των χαρακτήρων που συνέθεταν τον αφηγηματικό της κόσμο. Ενας κόσμος που δύσκολα αναπαράγεται από σύγχρονους Βρετανούς συγγραφείς ακριβώς επειδή η αφήγησή τους στερείται ψυχικής στόφας (αρκεί κανείς να συγκρίνει τις ένθετες ιστορίες που υφαίνουν το Golden Notebook (1962) με τις ιστορίες 'μιας ανάγνωσης' που δημοσιεύονται κατά κόρον στο Granta). Από τις αναφορές στη Lessing που βρήκα σήμερα σε βιβλιόφιλα ιστολόγια παραπέμπω σε μια περιεκτική ανακοίνωση, και σε μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία.



Saturday 6 October 2007

Εκλεκτικές Συγγένειες


Το πρώτο βραβείο του φετινού χειμώνα που αφορά (και) το βιβλιόφιλο κοινό δεν απονεμήθηκε σε κάποιον συγγραφέα αλλά σε έναν αρχιτέτονα. Η τελευταία σημαντική δημιουργία του David Chipperfield είναι το πρώτο, απ' όσο γνωρίζω, ευρωπαϊκό μουσείο αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη του σύγχρονου μυθιστορήματος. Το Literaturmuseum der Moderne στο Marbach της νοτιοδυτικής Γερμανίας έλαβε την πρώτη θέση στον διεθνή διαγωνισμό του 'Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων' (RIBA). Ηταν ευχάριστο που ο σχεδιαστικός μοντερνισμός του Chipperfield βρήκε την δέουσα ανταπόκριση από την κριτική επιτροπή, για την οποία η αρχιτεκτονική καταξίωση ενός κτηρίου φαίνεται πως δεν είναι άσχετη από τη λειτουργικότητα ή το νόημα που μπορεί να έχει για τους ανθρώπους που το κατοικούν, ή που το επισκέπτονται.

Το Marbach, παρεπιπτόντως, ήταν η γεννέτειρα του Friedrich von Schiller. Φαντάζομαι ότι η αρχιτεκτονική βράβευση ενός κτηρίου αφιερωμένου στη λογοτεχνία θα έδινε κάποια ικανοποίηση στο συγγραφέα της Επιστολής για την Αισθητική Παιδεία του Ανθρώπου.


Tuesday 2 October 2007

Τα δώρα


Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μιά γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής



εικόνα: Γιώργος Κόρδης
κείμενο: Μίλτος Σαχτούρης



Καλό μήνα


Saturday 22 September 2007

Μια συνάντηση


Στις 22 Σεπτεμβρίου 1914 ο Eliot επισκέφτηκε τον Pound σ' ένα μικρό διαμέρισμα του Holland Park. Η συνάντηση αυτή έθεσε σε κίνηση μια συνεργασία που έμελε να αλλάξει την πορεία της σύγχρονης ποίησης. Οι εκδοτικές και προσωπικές περιπέτειες που συνόδευσαν την γνωριμία των δύο, νεαρών τότε, ποιητών, σ' ένα προάστιο του Λονδίνου έχουν μελετηθεί εξονυχιστικά, με τους περισσότερους φιλόλογους να αποδίδουν στον Pound την θέση ισχύος τόσο λόγω της οικονομικής στήριξης που παρείχε περιστασιακά στον Eliot, όσο και λόγω της περίφημης παρέμβασης του Pound στη δομή και τη σύνθεση της Waste Land.

Νομίζω όμως ότι το ποιος υπερίσχυσε ποιητικά καθορίστηκε από τον τόπο της πρώτης εκείνης συνάντησης. Οι δύο αμερικανοί ευπάτριδες δεν βρέθηκαν σε κάποιο από τα όμορφα πάρκα της περιοχής, ή τις μπυραρίες του Islington, ή έστω σε ένα από τα πολύβουα ανδρικά κλάμπ του κεντρικού Λονδίνου. Αντίθετα, η πρώτη τους επαφή έγινε στον 'φυσικό χώρο' της ποιητικής του Eliot: σ' ένα μικρό αστικό διαμέρισμα.

Ο μοντερνισμός, όπως μας τον δίδαξε ο Eliot, είναι η υψηλή τέχνη της χαμηλόφωνης ποίησης. Τα κείμενά του μεταδίδουν την εσωτερική ένταση ατόμων της πόλης που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το μυστήριο της ύπαρξης, μέσα από τους δισταγμούς, τις αντιφάσεις, και την εναγώνια χειρονομία επαφής που μπορεί να κρύβει μια καθημερινή συζήτηση. Ο λόγος του δεν προσφέρεται για δημόσια απαγγγελία, αφού πλησιάζει περισσότερο τον ήχο μιας φαινομενικά πεζής, κι όμως βαθειά προσωπικής, συνομιλίας - το είδος της συνομιλίας που μπορεί να έλαβε χώρα πριν από ένα σχεδόν αιώνα ανάμεσα στους λεπτούς τοίχους του διαμερίματος μιας μικρής λονδρέζικης πολυκατοικίας.


Monday 10 September 2007

1η Μπιενάλε της Αθήνας 2007


Απογοήτευση. Ενα αίσθημα που σε βαραίνει καθώς αφήνεις πίσω σου την τελευταία αίθουσα προβολής της 1ης Μπιενάλε. Με κάποιες εξαιρέσεις, ο επισκέπτης πρακολουθεί τις αμήχανες προσπάθειες εντυπωσιασμού από περιφερόμενους θιάσους εγχώριων και αλλοδαπών γκαλερί. Καμία εννοιολογική συνοχή, καμία αισθητικά συγκροτημένη πρόταση. Η αποσπασματικότητα ενίοτε αποτελεί μια σημαντική αρετή πρωτοποριακών καλλιτεχνικών ή πολιτικών παρεμβάσεων. Αλλά τι είδους παρέμβαση μπορεί να επιφέρει ένα καλλιτεχνικό γεγονός η αξιολογότερη όψη του οποίου είναι το κτήριο στο οποίο στεγάζεται;

Ας αναφερθώ επιγραμματικά στις εξαιρέσεις που θα δικαιολογούσαν την επίσκεψη στην Τεχνόπολη, τουλάχιστον από τους περίοικους, ή από όσους, τέλος πάντων, έχουν κι άλλους λόγους να βρεθούν στην όμορφη γειτονιά του Κεραμεικού.

Εύα Στεφανή, Ακρόπολις
Στέφανος Τσιβόπουλος, Remake
Folkert de Jong, Secht, der Mench; The Shooting Lesson
John Kleckner, Untitles
Στέλιος Φαϊτάκης, Ο Σωκράτης πίνει το κώνιο
Gregor Schneider, Weisse Folter
Lotte Konow Lund, Domestic Violence
Assume Vivid Astro Focus, Ο κήπος των ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων
Aidas Bareikis, Easy Times

Τα έργα αυτά είναι, κατά την άποψή μου, πολύ καλά - αλλά όχι με τρόπο που να στηρίζει το ιδεολογικό οικοδόμημα που επιχείρησαν να αναγείρουν οι επιμελητές της έκθεσης. Και το ζήτημα της ιδεολογικής καταξίωσης της 1ης Μπιενάλε με φέρνει σε ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της έκθεσης: τον κατάλογο.

Συγκρινόμενος ακόμη και με τους καταλόγους αντίστοιχων διεθνών διοργανώσεων, πρόκειται για ένα εκδοτικό κατόρθωμα: ένας κατάλογος λειτουργικός, ανεπιτήδευτος, χρηστικός, με σύντομα κείμενα που τις περισσότερες φορές στοχεύουν ορθά την αισθητική σημασία του εκθέματος που συστήνουν στον επισκέπτη - και όλα αυτά σε μία πολύ λογική τιμή πώλησης.

Στον κατάλογο, όμως, προτάσσεται η εκτενής εισαγωγή των επιμελητών, η οποία αγωνίζεται να προσδώσει ένα σαφές ιδεολογικό στίγμα σε μια πολυσυλλεκτική, και ανομοιογενή έκθεση. Παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις, ή την πρακτική και τεχνοκριτική πείρα των επιμελητών, πρόκειται για ένα εισαγωγικό σημείωμα το οποίο βρίθει θεωρητικών κοινοτοπιών, από ετερόκλητες φιλοσοφικές παραδόσεις - κι όταν τόσες κοινοτοπίες συσσωρευθούν σε ένα σύντομο κείμενο, οδηγούν, ως γνωστόν, το όλο συγγραφικό εγχείρημα σε στοιχειώδεις αντιφάσεις.

Η καλύτερη διαφήμιση μιας σύγχρονης έκθεσης είναι τα ίδια της τα έργα - και στην 1η Μπιενάλε υπάρχουν τουλάχιστον κάποια που μπορούν άνετα να σταθούν χωρίς θεωρητικοφανή δεκανίκια.



Sunday 9 September 2007

Διονυσίου Αεροπαγίτου 17

Σκαρφαλωμένος δίπλα στη μαρκίζα, κάτω από την περίτεχνη στέγη, ο Οιδίποδας κοιτάζει στοχαστικά τη Σφίγγα προσπαθώντας να μαντέψει τι παρακίνησε τον φερώνυμο ως 'Υπουργό Πολιτισμού' να υπογράψει ουσιαστικά την πράξη κατεδάφισης μιας από τις ελάχιστες όμορφες πολυκατοικίες της Αθήνας.

Η ανακοίνωση των κατοίκων της περιοχής, και πληροφορίες για τη σημασία του κτηρίου αλλά και για τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις των αρμόδιων Υπηρεσιών ('υπηρεσιών' άραγε για ποιούς;) δίνονται στο ιστολόγιο
http://www.areopagitou17.blogspot.com/




Monday 3 September 2007

Είσοδος

Κάποτε δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά – κει κατα το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει ... κι όσοι νογούν το μάτι τους βουρκώνει.

χρυσέ ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;

Κανένας δεν ακούει, κανένας. Ολοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα.

γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;


Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι νά’ ναι: τον σάκο μου τον ταξειδιωτικό στον ώμο - στην τσέπη μου έναν οδηγό - την φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο.

χρυσέ ζωής αέρα...


καλό μήνα


Sunday 26 August 2007

Ασκήσεις Αναπνοής

Είναι η ασφυξία ... από τη μεγαλοστομία των ιθυνόντων, και τη στάχτη που στροβιλίζεται στο μπαλκόνι μου... Είναι η δύσπνοια από την αναμονή νέων για το αν θα σωθεί έστω το μουσείο της Ολυμπίας... Είναι η θολούρα από τα κροκοδείλια δάκρυα όσων προσβλέπουν σε εκλογικές νίκες ύστερα από μαζικές νομιμοποίησεις αυθαιρέτων σε πρώην δασικές περιοχές... Είναι η σιωπή των θυμάτων που καλύπτει τον ήχο άλλης μιας τηλεοπτικής διαμάχης.





Monday 13 August 2007

Ηλέκτρα


Ενας από την παρέα των λουόμενων πρόλαβε να βγει από τη θάλασσα ώστε να απαντήσει την κλήση στο κινητό: «Είμαστε στην Παλιά Επίδαυρο... Ηρθαμε για μπάνιο, και μετά λίγη κουλτούρα...» Η συνδιάλεξη έληξε ύστερα από μερικά εγκάρδια χαχανητά, αλλά το κινητό παρέμεινε ανοιχτό όλο το βράδυ. Ενα από τα εκατοντάδες τηλέφωνα που κατά την διάρκεια της παράστασης έστελναν μηνύματα ή αντάλλασσαν κλήσεις με κινητά που οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν το προνόμιο να βρίσκονται εκείνο το βράδυ στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ο θόρυβος των κινητών συντονίστηκε άριστα με το ενθουσιώδες χειροκρότημα που έλαβε η Καραμπέτη άμα τη εμφανίση της επί σκηνής με την πράσινη βραδινή τουαλέτα – πριν καν ανοίξει το στόμα της ή φέρει την πρώτη από τις ελικοειδείς βόλτες που απαιτούσε ο ρόλος της ως 'Τζέσικα Ράμπιτ'.

Οσον αφορά τους ηθοποιούς... Η αφήγηση της μοιραίας αρματοδρομίας από τον μετρημένο (διόλου στομφώδη, αλλά μαγνητικό) Γιάννη Φέρτη, και ο σπαραγμός τής (σχεδόν άψογης) Στεφανίας Γουλιώτη για τον υποτιθέμενο θάνατο του αδερφού της, ήταν ίσως οι μόνες στιγμές που η σκηνοθεσία ανταποκρίθηκε στη βαρύτητα του κειμένου. Οι δυνατότητες της Καρβούνη έμειναν ανεκμετάλλευτες, ενώ ο Τότσικας αποδείχτηκε ανεπαρκής – αν μάλιστα δεν τον είχα παρακολουθήσει στην εξαιρετική παράσταση του American Buffalo θα έμενα με την απορία ως προς το τι οδήγησε τον συμπαθή νέο στο αχάριστο κι απαιτητικό επάγγελμα του ηθοποιού.

Οσον αφορά το ίδιο το δράμα... Η μεταφορά του από τον Stein ήταν απόλυτα γραμμική. Τα επεισόδια εναλλάσσονταν σαν καρέ τηλεταινίας, χωρίς αμφισημίες, εσωτερικές συγκρούσεις, ηθικά διλήμματα, ή νοηματικές εντάσεις. Ούτε είναι προφανές ότι για την αιτιολόγηση των αποτρόπαιων πράξεων που συνθέτουν μια Τραγωδία αρκεί η επίκληση μιας ‘υστερικής γυναίκας’ (όπως χαρακτηρίζεται στο πρόγραμμα της παράστασης η Ηλέκτρα).

Οσον αφορά την πρωτοτυπία της πλήρους έκδυσης και πλύσης ενώπιον των θεατών τής νεαρής πρωταγωνίστριας λίγο πριν τη λήξη του δράματος – ίσως τελικά να μην ξένισε όσους επισκέφτηκαν την Επίδαυρο «για ένα μπάνιο, και λίγη κουλτούρα»...



.

Thursday 26 July 2007

Μια γυναίκα στο Βερολίνο



«Ο αέρας της πόλης σε κάνει ελεύθερο» είναι μια φράση που έρχεται εύκολα στο νου όταν ανηφορίζεις την Unter der Linden προς την Αlexanderplatz. Ισως ο αέρας ελευθερίας να έκανε το Βερολίνο την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που όσο καμιά άλλη μισήθηκε από τον Χίτλερ: «... ένα χωνευτήρι του απόλυτου κακού πάνω στη γη: μπαρ, κινηματογράφοι, μαρξιστές, εβραίοι, νέγροι που τραγουδάν τη μουσική τους, κι όλα τα ειδεχθή δημιουργήματα που ονομάζονται Μοντέρνα Τέχνη», ήταν η κατάληξη ενός λίβελου που δημοσίευσε κατά της μελλοντικής έδρας της Καγκελαρίας του στα 1928.

Τα αισθήματα ήταν πάντως αμοιβαία και, ως γνωστόν, στο Βερολίνο συνέχισαν να κυκλοφορούν περιοδικά ομάδων που - με βαρύτατο, πολλές φορές, προσωπικό τίμημα - αντιστέκονταν στη ναζιστική προπαγάνδα καθ’όλη τη διάρκεια του τρίτου ράιχ. Για ένα από αυτά τα έντυπα δούλευε πιθανότατα μια δημοσιογράφος, 34 ετών, που το πρωινό της 20ης Απριλίου του 1945 άρχισε να σημειώνει σ’ένα τετράδιο την αθέατη όψη των γεγονότων που ακολούθησαν την πτώση του Βερολίνου.

Το ημερολόγιό της μας δίνει μια από τις εναργέστερες αφηγήσεις της ζωής σε μια κατεστραμένη από τον πόλεμο κοινωνία, κι όποιος ενδιαφέρεται για το πως βιώνεται μια αλλοιωμένη - από τη σωματική και ψυχική βία – πραγματικότητα, οφείλει να το διαβάσει. Εγώ θα ήθελα να σταθώ μόνο σε κάποια σημεία της ‘περιφέρειας’ του κειμένου, ξεκινώντας από την εκδοτική του περιπέτεια.

Το ημερολόγιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Αμερική και ακολούθως σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών, πριν κυκλοφορήσει στη Γερμανία το 1959. Το γεγονός της αποσιώπησής του στη χώρα όπου γράφτηκε αποδίδεται συνήθως στην άρρητη λογοκρισία που ασκούσε για δεκαετίες η ενοχή των Γερμανών προς ό,τιδήποτε υπενθύμιζε το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν τους. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η γενική αυτή εξήγηση αποδεικνύεται ελλειπής για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το ημερολόγιο καταγράφει τις ακρότητες στις οποίες επιδώθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις, με ξεχωριστή ανάμεσά τους την πρακτική των ομαδικών βιασμών γυναικών από τα ρώσικα στρατεύματα για αρκετές εβδομάδες μετά την κατάκτηση του Βερολίνου. Αν υπήρχε κάτι το οποίο μερικοί θα προτιμούσαν να ξεχαστεί, και το οποίο μας δίνεται τόσο έντονα στο ημερολόγιο, είναι η αίσθηση ανεπάρκειας, αδυναμίας και υπεκφυγών που χαρακτήριζε τους Γερμανούς άντρες μπροστά στην αθλιότητα που βίωναν, μέρα και νύχτα, οι γυναίκες του Βερολίνου. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εμφάνιση του βιβλίου στην Αμερική συνάδει με την λογική που χαρακτήριζε ένα μεγάλο μέρος της εκδοτικής παραγωγής στο απόγειο του ψυχρού πολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που στην αγγλική επανέκδοση του ημερολογίου προτάσσεται σημείωμα του διάσημου μεν, ακραιφνούς αντι-σοβιετικού δε, ιστορικού Anthony Beevor. Το πρόβλημα με όλα αυτά είναι ότι οι εκατέροθεν πολιτικές σκοπιμότητες έχουν υπερκαλύψει τη φωνή της ίδιας της συγγραφέως, τον τρόπο που αυτή, ως συγκεκριμένος άνθρωπος, μοιράστηκε την εμπειρία εκείνων των ημερών με άλλες γυναίκες.

Το άλλο ζήτημα που μόνο σύντομα μπορώ να θείξω είναι πως η πρόσφατη αρχειο-λογική έρευνα ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι οι αναγνώστες του ημερολογίου γνώριζαν ενστικτωδώς: ότι πρόκειται για κείμενο αυθεντικό, γραμμένο τις ημέρες που σημειώνονται στην αρχή της κάθε σελίδας από γκρίζο χαρτί αλληλογραφίας. Και το ερώτημά μου είναι γιατί ένα κείμενο τέτοιας εκφραστικής ποιότητας και αφηγηματικής ικανότητας να μην συγχέεται στο νου μας με μυθιστορηματική ανάπλαση των γεγονότων. Τι είναι αυτό που κάνει την προσωπική καταγραφή τής πραγματικότητας τόσο διαφορετική από τη συγγραφική δημιουργία;

Το ερώτημα δεν θα μπορούσαμε να το απευθύνουμε στη γυναίκα του Βερολίνου. Προεικάζοντας ίσως τα όσα τετριμμένα (φιλολογικά, ή δημοσιογραφικά) ερωτήματα θα της έθεταν για το κείμενό της όσο ζούσε, φρόντισε να υπογράψει το ημερολόγιό της, απλά και για πάντα, ως Ανώνυμη.



.

Saturday 14 July 2007

Αντον Πάβλοβιτς Τ


Στην μέση του καλοκαιριού, 15 Ιουλίου, έαν υπήρχε ένα συναξάρι λογοτεχνών θα μνημόνευε ίσως έναν επαρχιακό γιατρό από την νότια Ρωσία, τον Αντον Τσέχωφ.

Διάσημος όσο λίγοι θεατρικοί συγγραφείς στον κόσμο, τον σκέφτομαι κάποια βράδυα για το πάρεργο με το οποίο καταπιάστηκε νέος για βιοποριστικούς λόγους, και το οποίο στα χέρια του έμελλε να λάβει μια εντελώς νέα μορφή: το διήγημα.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πεζογραφική τέχνη του Τσέχωφ είναι αρκετά γνωστά: εγκατέλειψε την παραδοσιακή πλοκή της ‘αρχής-μέσης-τέλους,’ δεν επεδίωξε στο λόγο του την τεχνητή κορύφωση, ή την αφηγηματική λύση των γεγονότων και – το σημαντικότερο, για μένα - αρνήθηκε να κρίνει, ηθικολογώντας, τους χαρακτήρες των ιστοριών του.

Η μαθητεία του στην ‘Ελληνορθόξη Σχολή Αρρένων’ της πόλης που μεγάλωσε ίσως να εξηγεί την οικειότητα που μπορεί να νιώθει ο Ελληνας αναγνώστης με κάποιες μορφές των νεανικών ιστοριών του.

Αλλά είναι τα διηγήματα της ύστερης περιόδου του – όπως το φαινομενικά απλό ‘Μια Επίσκεψη σε Φίλους’ – που δείχνουν το μεγαλείο ενός αφηγητή να μεταδώσει ό,τι ορίζει την ανθρώπινη συναλλαγή: την τυχαιότητα, την απόσταση ανάμεσα στις προθέσεις και το αποτέλεσμα, την ανάγκη κατανόησης μιας πραγματικότητας που δεν σχεδίασε κανείς – και η οποία προ(σ)καλεί τον λογοτέχνη να την αφηγηθεί με τρόπο που να φανεί το νόημα που ενέχει η κάθεμια, ξεχωριστή, ζωή.


.

Sunday 8 July 2007

Αυλαία


"Το βιβλίο της ζωής του δεν είχε θέμα: έβρισκε μονάχα αποσπάσματα από σελίδες, σκόρπια κομμάτια που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, προσχέδια μιας πιθανής πλοκής. Η ασυνέπεια των αποδείξεων δεν του επέτρεπε να βγάλει κανένα συμπέρασμα ή υπόδειγμα. Η επιθυμία να αποδόσει μεταγενέστερη συνοχή σε διάσπαρτα επεισόδια προϋπέθετε μια κοροϊδία που μπορούσε να ξεγελάσει τους άλλους αλλά όχι κι εκείνον τον ίδιο. Άξιζε τον κόπο τόση προσπάθεια για ένα τόσο πενιχρό αποτέλεσμα;"

Χουάν Γκοϊτισόλο, Αυλαία (ΚΕΔΡΟΣ).


Μια αλυσίδα σκέψεων για την δυσκολία της μνήμης να επαναφέρει αγαπημένες μορφές και να ανασυνθέσει τα γεγονότα που φτιάχνουν μια ζωή που πλησιάζει στο τέλος της. Λίγο πριν πέσει η αυλαία οι αναμνήσεις χλωμιάζουν κι ο πόνος της απουσίας αμβλύνεται, χάνει την έντασή του. Ενα βιβλίο για την απώλεια σε όλες της τις όψεις: θάνατος, γηρατειά, μοναξιά και λήθη.




.

Sunday 1 July 2007

Στιγμογραφία


Στην άκρη του σφυριού

έχει χαράξει τ' όνομά του

όταν χτυπάει την πέτρα

χτυπιέται

αυτός

χίλιες φορές καρφωμένος

με τα καρφιά που' χε καρφώσει

στον ψηλό τοίχο

για να κρεμάσει

τις αυτοπροσωπογραφίες του.



Au bout du marteau

il a gravé son nom

lorsu’il cogne sur la Pierre

il se cogne dessus

lui

mille fois cloyé

par les clous qu’il avait cloués

sur le haut mur

pour y suspender

ses autoportraits.



Ποίηση Γιάννης Ρίτσος

Μετάφραση Gérard Perrat


Καλό μήνα

.

Tuesday 26 June 2007

Η μετάφραση δεν είναι ποτέ αθώα


Και τι θα μπορούσα να πω για όσους θ’ άρμοζε καλύτερα ο τίτλος του προδότη παρά του μεταφραστή, αφού προδίδουν αυτούς που θέλουν να αποκαλύψουν...

Joachim du Bellay, La Déffence et illustration de la langue françoyse, 1549


Η μετάφραση επιτελεί μια διπλή λειτουργία. Αφ' ενός κάνει το ξένο οικείο, δίνοντας στο κείμενο τη φωνή και το ρυθμό που χρειάζεται για να επικοινωνήσει με διαφορετικούς παραλήπτες. Αφ' ετέρου κάνει το πρωτότυπο να συνομιλεί με βιβλία μιας άλλης κουλτούρας, προσδίδοντας στο κείμενο συνδηλώσεις και εκφραστικές συνάφειες τις οποίες δεν επεδίωκε ο συγγραφέας.

Το κείμενο, ούτως ή άλλως, ζει την στιγμή της ανάγνωσης. Κι η τέχνη της μετάφρασης φαίνεται ως να έχει για στόχο της κάτι ακατόρθωτο: να δώσει στο μεταφρασμένο κείμενο την ικανότητα να εγείρει σκέψεις, εικόνες κι αναμνήσεις που ενέχει το λογοτεχνικό πρωτότυπο.

Μετα-δίδοντας το νόημα του κειμένου μέσα από την προσωπική του εμπειρία και την εφραστική του σκευή, ο μεταφραστής μοιάζει να προδίδει το γράμμα του πρωτότυπου, ενώ πλέκει το νήμα που θα ενώσει τον αναγνώστη με τον συγγραφέα. Υπάρχει άλλη, τόσο αθώα, προδοσία;



.

Thursday 21 June 2007

O Επιθεωρητής δεν μένει πια εδώ


Το κτίριο που πότισε ο καπνός της πίπας του πιο διάσημου επιθεωρητή της λογοτεχνίας θα σφραγίσει για πάντα τις πόρτες του. Όταν ο Μαιγκρέ ήθελε να προφυλαχτεί από την βλακεία των ανωτέρων του ή τις μεταμεσονύχτιες παγίδες των κακοποιών έβρισκε πάντα καταφύγιο στο στενό γραφείο του αριθμού 36 της Quai des Orfèvres.

Το κτίριο των επιθεωρητών της Paris Brigade Criminelle πρόκειται να μεταστεγαστεί σε νέες υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, όπου, προφανώς, δεν θα υπάρχουν πόρτες ανάμεσα σε γραφεία, και θα απαγορεύεται το κάπνισμα.

Κι ο Μαιγκρέ, που από το 1930 κατάφερε να εξιχνιάσει τόσα παράξενα εγκλήματα, θα πρέπει να αφήσει την καρέκλα με το φθαρμένο βελούδο, να κατέβει στην έξοδο που βλέπει προς την αριστερή όχθη, να σηκώσει το γιακά, μόλις ανάψει η πίπα του, και να ξεκινήσει για την τελευταία του αναζήτηση στις νυχτερινές διαδρομές του μυαλού.


.

Sunday 17 June 2007

Μια σύντομη ιστορία


Ένα στοιχείο που με ελκύει στην τέχνη του διηγήματος είναι ότι όσο καλύτερη είναι μια ιστορία, τόσο πιο δύσκολο είναι να εξηγήσεις που ακριβώς οφείλεται η σαγήνη της.

Υπάρχει, ίσως, ένα κριτήριο εμπειρικό: αυτό που διακρίνει τις καλές σύντομες ιστορίες είναι ότι έχουν μεγάλη διάρκεια αφηγηματικής ζωής – ως αν η διήγηση αυτού που διάβασα να συνεχίζεται χρόνια μετά την πρώτη φορά που κοίταξα τις λίγες εκείνες σελίδες.

Με βάση αυτό το κριτήριο, σκέφτηκα να αναφέρω δέκα συγγραφείς που οι ιστορίες τους συχνάζουν απόψε στο νου μου.

Borges, Κυκλικά Τείχη

Conrad, The Secret Sharer

Hemingway, Hills like White Elephants

Maxwell, Pilgrimage

Melville, Bartelby the Scrivener

Ντοστογιέφσκη, Μια Αινιγματική Αυτοκτονία

Proux, Man Crawling Out of Trees

Updike, Friends from Philadelphia

Carver, Fat (αλλά και Cathedral, και One More Thing, και Will You Please Be Quiet, Please? και τόσα άλλα)


Για τους έλληνες διηγηματογράφους θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή λίστα – αλλά ας εντάξω απλά στην δεκάδα την προτίμησή μου:

Νίκος Καχτίτσης, Ποιοι οι φίλοι


Το διήγημα γεννήθηκε αργά στην ιστορία της τέχνης, όταν οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στις πόλεις κι άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους έμμεσα – διαβάζοντας τα ίδια κείμενα σε εφημερίδες και λαϊκά έντυπα. Νομίζω ότι ο φυσικός χώρος της σύντομης ιστορίας παραμένει το περιοδικό – κι ίσως γι αυτό οι εκδότες δυσανασχετούν τόσο, όταν ένας συγγραφέας τους πλησιάζει με το χειρόγραφο μιας συλλογής διηγημάτων στο χέρι, αντί για κάποιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα διακοπών.


.

Thursday 14 June 2007

Αναγνώσεις

Δύο διαφορετικού τύπου αναγνώσεις μπορούν να απολαύσουν οι εραστές του λόγου τις μέρες αυτές.

Η πρώτη πηγή αναγνώσεων είναι ηλεκτρονική και μας προσφέρεται από το περιoδικό poema.

http://www.e-poema.eu/index_gr.php

Από την ιδαίτερα πλούσια ύλη του τρίτου τεύχους, στο τμήμα των δοκιμίων ξεχωρίζω τα κείμενα των Λίλλη, Ρούβαλη, και Πάβιτς – α!, και τους μοναδικούς στοχασμούς για την ποίηση που υπογράφει ένας εγκρατής κύριος ιδιαίτερης ευαισθησίας, με το όνομα Jorge Louis Borges.

.

Η δεύτερη πηγή αναγνώσεων αναιρεί τις διαμεσολαβήσεις της ηλεκτρονικής οθόνης αλλά και της τυπωμένης σελίδας. Πρόκειται για την εκδήλωση του περιοδικού (δε)κατα, στην οποία συγγραφείς διαβάζουν οι ίδιοι τα κείμενά τους.

Ένα βράδυ αφιερωμένο στην απαιτητική τέχνη του διηγήματος - ανυπομονώ για την εμπειρία.

Sunday 10 June 2007

Η επι-κοινωνία


Υπάρχουν στιγμές στο περιθώριο του κυρίου θέματος ενός βιβλίου που η φωνή του συγγραφέα, απελευθερωμένη πρόσκαιρα από τις συμβάσεις του είδους, ακούγεται πιο καθαρά. Μεταφέρω ένα ενδεικτικό απόσπασμα:


Μια Παράκληση
Όσοι τυχόν θα είχαν να κάμουν διορθώσεις σημαντικές ή συμπληρώσεις στο βιβλίο αυτό μπορούν να τις στείλουν στο συγγραφέα, οδ. Πατρ. Ιωακείμ 23, Αθήνα.


Η ταυτότητα του γράφοντος είναι εύκολο να συναχθεί από την παράγραφο που ακολουθεί:


Ο συγγραφέας παρακαλεί ακόμη να του στέλνωνται νέα βιβλία στη δημοτική, ιδίως σε πεζό λόγο. Θα μπορούσαν να του χρησιμέψουν για τη Γραμματική που ετοιμάζει.


Πρόκειται για το υστερόγραφο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στην πρώτη έκδοση της ‘Ιστορικής Εισαγωγής’ - γραμμένο στις 15 Ιανουαρίου του 1938.


Ανάμεσα στα πολλά που μπορεί κανείς να σκεφτεί για αυτό το απόσπασμα, συγκρατώ το εξής: η ανάγκη προσωπικής επικοινωνίας ενός συγγραφέα με τους αναγνώστες του, μάλλον προϋπήρχε της εφεύρεσης των blogs.

Wednesday 6 June 2007

Το μέγεθος (δεν) έχει σημασία


H εκδοτική κίνηση του βιβλίου διέπεται από μία αντίφαση: όσο μειώνεται ο χρόνος που διαθέτει ο ‘μέσος αναγνώστης’ για τη λογοτεχνία, τόσο αυξάνεται το μέγεθος των βιβλίων που στριμώχνονται στους πάγκους των κεντρικών βιβλιοπωλείων.

Η αντίστροφη σχέση μεταξύ του χρόνου που (δεν) έχουμε για διάβασμα και του όγκου κάθε βιβλίου που φαίνεται να προτιμά το ευρύ κοινό, αφορά όχι μόνο την πεζογραφία, αλλά και κάθε είδος της πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής – εξ ου και η ευτυχής σύμπτωση τα περισσότερα υπό έκδοση ιστορικά, δοκιμιακά, ή επιστημονικά βιβλία να προβλέπεται στους καταλόγους ότι θα είναι (τουλάχιστον) 224 σελίδες – μέγεθος που επιτρέπει λιανική τιμή πώλησης αρκετά υψηλή ώστε να καλύψει το κόστος παραγωγής και διανομής ενός μη-λογοτεχνικού τίτλου.

Το κύριο θύμα αυτής της τάσης είναι ίσως η ποίηση. Και αυτό δεν χαρακτηρίζει μόνο τα καθ’ημάς δρώμενα. Την Κυριακή ο Martin Amis θέλησε να δώσει με την ομιλία του στο φεστιβάλ του Hay on Wye το στίγμα των καιρών: «Θα έχετε ίσως παρατηρήσει ότι η ποίηση είναι νεκρή. Οι επιμνημόσυνες στήλες έχουν ήδη γραφτεί... Συνεχίζει βέβαια να υφίσταται, υπό την μορφή τιμητικών εκδηλώσεων ... αλλά δεν είναι πλέον και τόσοι οι αναγνώστες που θα περάσουν το βράδυ τους χαλαρά, μ’ενα βιβλίο ποίησης αγκαλιά.»

Νομίζω, όμως, ότι είναι τέτοιου είδους αντιλήψεις που δημιουργούν το πρόβλημα: η αληθινή ποίηση δεν βοήθησε ποτέ κανένα να περάσει τις νύχτες του χαλαρά -- το κάθε ποίημα, θέλει να το ξαγρυπνάς. Κι αν αυτό δεν βοηθάει την εμπορικότητά του, προφυλάσσει τουλάχιστον κάποιες όμορφα τυπωμένες ποιητικές συλλογές από το στρίμωγμα στους πάγκους των ευπώλητων.



Saturday 2 June 2007

Ηρωες σε αποσύνθεση


Τα Δίδυμα Φαρενάιτ είναι η δεύτερη προσπάθεια του Μισέλ Φέιμπερ να εισαγάγει τον αναγνώστη σ’ ένα ιδιότυπο σύμπαν αλλόκοτων περιστατικών. Οι ήρωες του, τρωτοί και σκοτεινοί, παραδίδονται χωρίς αντιστάσεις στην σταδιακή απώλεια των ορίων της προσωπικής τους ταυτότητας.

Κάθε ιστορία μοιάζει να αναβλύζει από κάποια σπασμένη αορτή του ασυνείδητου, δημιουργώντας ρέματα που εκβάλουν σε μια φανταστική κοινωνία του μέλλοντος (Τα μάτια της ψυχής), ή σ’ ένα εφιαλτικό παρελθόν (Η σάρκα παραμένει σάρκα). Κάποιες αποφεύγουν την οποιαδήποτε ανάμειξη με την καθημερινότητα, ενώ λίγες – και οι καλύτερες – έχουν στοιχεία επώδυνα ρεαλιστικά (Αληθινοί κολυμβητές, Ποντίκι, Ο Αντυ γυρίζει).

Αν και οι ιστορίες είναι καλοδουλεμένες, δεν έχουν όλες την ίδια δύναμη, καθώς το κέντρο βάρους μετατίθεται με τρόπο που ακυρώνει την κορύφωση και δημιουργεί στον αναγνώστη αμηχανία - μια αμηχανία που βρίσκει το αισθητικό της αντίστοιχο σε χαρακτήρες μουδιασμένους από τον πόνο και την αποξένωση, παγιδευμένους στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός ψυχικά αδιαπέραστου τοπίου.

Εν τούτοις, η τοποθέτηση της περιπέτειας των Φάρενάιτ στο τέλος της ομότιτλης συλλογής, προδίδει την επιθυμία του συγγραφέα να δώσει στο έργο του έναν τόνο αισιόδοξο ή, έστω, παραμυθητικό. Σαν την αφήγηση ενός παραμυθιού είναι και οι δημόσιες απαγγελίες του Φέιμπερ – φωνή γλυκιά αλλά αβαθής, αντηχεί το κενό που επιστρέφει η παγωμένη τούνδρα όπου έχουν χαθεί τα δίδυμα Φάρενάιτ.



Μισέλ Φέιμπερ, Τα Δίδυμα Φάρενάιτ (μτφ. Μ. Μακρόπουλος, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)

.

Thursday 31 May 2007

Νυχτολόγιο




Χρόνια τώρα. Κάθε πρωί ξυπνάω αρτιμελής και κάθε
νύχτα κοιμάμαι ευνουχισμένος.


Τάκης Σινόπουλος



.

Sunday 27 May 2007

Γλώσσες της Τέχνης


Το έντονο ενδιαφέρον του κοινού στη χώρα μας για την τέχνη, όπως υποδηλώνεται από τα ρεπορτάζ καλλιτεχνικών εγκαινίων σε κοσμικές στήλες, ή την συνεχώς αυξανόμενη κοπή εισητηρίων σε αίθουσες συναυλιών, θεάτρου, κινηματογράφου, ή χορού, δεν αντανακλάται σε κάποια δημόσια – ή έστω blog-όσια – συζήτηση για την αισθητική. Ο φιλοσοφικός λόγος για την τέχνη παραμένει μοναχική απασχόληση των ειδικών.

Η αιτιολόγηση αυτής της απουσίας μοιάζει εύκολη: πως να προσεγγίσεις φιλοσοφικά την τέχνη, αν – όπως ακούγεται τόσο συχνά - η τέχνη δεν είναι παρά θέμα ‘γούστου’, ‘μόδας’, ή ‘κυκλωμάτων’;

Στην πραγματικότητα όμως μπορεί να σκεφτόμαστε διαφορετικά – αλλιώς γιατί να ξοδεύουμε επιπλέον χρόνο και χρήμα διασταυρώνοντας τις κριτικές στον τύπο πριν αποφασίσουμε τι θα δούμε – ακόμη και ιδιόμορφα, όπως στην περίπτωση ενός φίλου που περιμένει να διαπιστώσει ποια ‘πρωτοποριακή’ παράσταση θα λάβει την μεγαλύτερη προβολή για να την αποφύγει.

Δεν νομίζω ότι η αισθητική αποτελεί ίδιον των εκλεκτών. Στο μέτρο που κρίνουμε έλλογα ένα έργο τέχνης (είτε πρόκειται για τον Βυσσινόκηπο, είτε για ένα καρτούν) φιλοσοφούμε. Ενα δείγμα του πως αναπτύσεται η αισθητική σκέψη με ευκρίνεια και βάθος, μας δίνει η (σχεδόν) άψογη μετάφραση του βιβλίου Γλώσσες της Τέχνης.

Γραμμένο στα τέλη του ’60, το κείμενο του Goodman έθεσε ουσιαστικά τους όρους της σύγχρονης φιλοσοφικής συζήτησης για την τέχνη. Αυτό που απολαμβάνω ως αναγνώστης του είναι η ανατρεπτικότητα των αισθητικών παρατηρήσεων του Goodman, κι η μαστοριά με την οποία δουλεύει το εννοιολογικό υλικό του.

Εκτός όμως από την ενασχόληση με τις λεπτομέρειες των επιμέρους ζητημάτων, υπάρχει μια βασική σκέψη, που διατρέχει και τα έξι κεφάλαια του βιβλίου, δίνοντας συνοχή στην εξέταση τόσο διαφορετικών θεμάτων όσο η χαρακτική του Ρέμπραντ και η μουσική του John Cage. Είναι η σκέψη πως κάθε μορφή τέχνης είναι ένα σύστημα συμβόλων που τροποποιεί την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.

Ως μέρος ενός συμβολικού συστήματος, κάθε έργο τέχνης ερμηνεύει τον κόσμο, καλώντας παράλληλα εμάς – ως θεατές, ακροατήριο, ή αναγνώστες του – να το αποκωδικοποιήσουμε. Η διαδικασία αυτή οδηγεί με την σειρά της όχι στην απλή ανα-παράσταση του ήδη υπαρκτού, αλλά στην δημιουργία νέων κόσμων.

Αν και η άποψη αυτή είναι αρκετά ελκυστική, ο τρόπος που την επεξεγάζεται ο συγγραφέας οδηγεί – πιστεύω - σε μία προβληματική συνέπεια. Το κάθε είδος τέχνης παρουσιάζεται ως μία γλωσσα. Κάθε γλώσσα είναι (κατ’αρχάς, και ως ένα βαθμό) μεταφράσιμη σε άλλες γλωσσες. Αρα κάθε είδος τέχνης είναι in principle μεταφράσιμο σε άλλο είδος. Η μεταφρασιμότητα γίνεται εδώ το πρώτο βήμα προς την ανταλλαξιμότητα σκέψεων, κρίσεων και νοημάτων. Αλλά είναι αυτό ακριβώς που νομίζω ότι δεν ισχύει στην τέχνη. Το βίωμα της ζωγραφικής δεν είναι ανταλλάξιμο με την αναγνωστική εμπειρία ανάγνωσης της περιγραφής ενός πίνακα.

Η ιδιαιτερότητα της κάθε τέχνης δεν αφορά μόνο την διαφορετικότητα των μέσων που χρησιμοποιούν αντίστοιχα η ζωγραφική και η λογοτεχνία. Ακόμη κι αν πρόκειται για το ίδιο ‘υλικό’ η κάθε τέχνη το μορφοποιεί αλλιώτικα. Η ίδια χειρονομία λειτουργεί διαφορετικά ανάμεσα σε δυο γυναίκες που συνομιλούν σε ένα υπόγειο της Οδού Κεφαληννίας, και σε είκοσι άντρες που κινούνται στην σκηνή του Παλλάς. Ο χώρος μπορεί να είναι μέρος ενός βιώματος που δεν μεταφράζεται. Αν δεν αισθανόμαστε την διαφορά, ή αν επιδιώκουμε την διαρκή συγχώνευση των μορφών τέχνης, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια επίπεδη – και για τούτο φτωχότερη – εμπειρία της τέχνης.


Νέλσον Γκούντμαν, Γλώσσσες της Τέχνης (μτφ. Πάνος Βλαγκόπουλος, ΕΚΚΡΕΜΕΣ)

Saturday 12 May 2007

Η Εργασία της Συγγραφής


Η κριτική ξενάγηση από τον Τάκη Θεοδωρόπουλο στο Μέγαρο Γιακουμπιάν έγινε αφορμή να σκεφτώ ξανά ένα ερώτημα που με απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό, και αφορά όχι στην ζωή των ηρώων που κατοικούν στην πιο διάσημη - μυθιστορηματικά - πολυκατοικία του Καΐρου, αλλά στην επαγγελματική απασχόληση του αιγύπτιου Αλάα Αλ Ασουάνι. Συγγραφεάς του πλέον ευπώλητου μυθιστορήματος σε όλες τις αραβικές χώρες, μεταφρασμένου σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, και διασκευασμένου σε ταινία με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ο Αλάα Αλ Ασουάνι είναι ευρέως γνωστός για την έντονη πολιτική του δράση, ως διανοούμενος εκτός κομματικών πλαισίων, υπέρ του δικαιώματος της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας ατομικής έκφρασης – ή, όπως προτιμώ να το σκέφτομαι εγώ, ως υπέρμαχος ενός σπάνιου αγαθού, που έχει καταγραφεί στο πεζογραφικό και καλλιτεχνικό φαντασιακό μας ως 'ο κοσμοπολιτισμός της Αιγύπτου.'

Αυτό που είναι ίσως λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Αλάα Αλ Ασουάνι προτιμά να συστήνεται απλά ως κάποιος που διατηρεί ένα καλό οδντιατρείο σε μια γειτονιά του Καΐρου. Μεταφέρω απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε τον Φεβρουάριο για το ραδιόφωνο του BBC: «Πρέπει να έχεις κάποιο επάγγελμα πέρα από την συγγραφή. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένεις ότι μπορείς να βιοποριστείς από την λογοτεχνία. Είμαι σίγουρα μία από τις εξαιρέσεις – επειδή βγάζω χρήματα από μεταφράσεις. Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο μεγάλος άραβας συγγραφέας και κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας, συνέχιζε να εργάζεται για την κυβέρνηση ώςπου να συνταξιοδοτηθεί.»

Ο Αλ Ασουάνι δεν είναι ο μόνος, ή πρώτος που έχει εκφράσει μια τέτοια άποψη. Θυμάμαι κάποτε σε συνεντευξή του τον Γιώργο Ιωάννου να παρατηρεί – με λεπτό σαρκασμό – ότι δεν τον βαραίνει η επίσημη εργασία του, μια που «ένας συγγραφεάς πρέπει να είναι δημόσιος υπάλληλος.»

Αναρωτιέμαι αν τελικά είχε δίκιο: αν η σταθερότητα κι η επαναληπτικότητα που επιφέρει μια μόνιμη υπαλληλική εργασία προστατεύουν έναν συγγραφέα από την άρρυθμη ζωή στην οποία έχουν βρεθεί να αναλώνονται πλείστοι όσοι νέοι πεζογραφοί προσπαθούν να εναρμονίσουν την συγγραφική τέχνη τους με τις δημόσιες σχέσεις ώστε να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη προς το ζην.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο να εργάζεσαι εκτός των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών κύκλων – μια διάσταση που επισημαίνει με ανεπιτήδευτο τρόπο ο Αλ Ασουάνι: «... μέσω της οδοντιατρικής, έχω επαφή με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε καθημερινό επίπεδο - κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.»


Αλάα Αλ-Ασουάνι, Το Μέγαρο Γιακουμπιάν (μτφ. Α. Κυριακίδης, ΠΟΛΙΣ)

Monday 7 May 2007

Ενα χωριό που το έλεγαν Κάννες


Το πολύχρωμο πλήθος κυμματίζει ρυθμικά στην Croisette, δημιουργεί ανθρώπινη αλυσίδα γύρω από το Palais des Festivals κι η μυρωδιά απ' την γρανίτα φράουλα και το ζεστό καλαμπόκι ανακατεύεται με αυτήν του αντιηλιακού και των έντονων αρωμάτων. Κορίτσια κι αγόρια από δώδεκα ως είκοσι ετών, που έχουν έρθει με το τρένο από τα διπλανά χωριά, περιμένουν υπομονετικά κάτω από τον καυτό ήλιο την παρέλαση των σταρ που δεν θα ξεκινήσει πριν τις 7.00μ.μ. Η παραλία δίπλα στο Palais κατάμεστη από τους λουόμενους, σκόνη, ιδρώτας, δεκάδες λουράκια που συνδέουν τα σκυλιά με τ’ αφεντικά τους, κορίτσια με καυτά σορτς και ψηλές μπότες, μαύρα στην πλειοψηφία τους, που υπομονετικά περιμένουν πελάτη σε κάθε γωνιά, Αμερικάνοι μεσήλικες ντυμένοι στα λευκά που έχουν κατέβει από τα γιώτ για καφέ και ψώνια στην Boutique Officielle. Με δυσκολία ανοίγω δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και τα καμπριολέ αυτοκίνητα - τα περισσότερα νοικιασμένα με την ημέρα - και διασχίζω την απόσταση που με χωρίζει από τον θλιβερό σταθμό ως το λαμπερό Carlton που με περιμένει η συντροφιά μου. Εδώ μυρίζει άρωμα πούρου και Chanel. Οι γυναίκες φορούν ψηλά τακούνια με κοντές φούστες αλλά είναι στην πλειοψηφία τους λευκές και απροσδιόριστης ηλικίας. Στην Brasserie πίνω κρασί, τρώω φράουλες με σαντιγύ και καπνίζω, σχεδόν ενάντια στη θέληση μου, το ένα τσιγάρο πάνω στ’άλλο. Η κυρία στο διπλανό τραπέζι κόβει σε μικρά κομματάκια το κρουασάν και το βάζει στο στόμα του σκύλου της. Υστερα σκουπίζει το μουσούδι του με την λινή πετσέτα. Η ίδια πίνει μαύρο καφέ. Κάποιοι από τους θαμώνες φορούν τεράστια γυαλιά ηλίου και καπελάκια, μιλούν στα garcons ψιθυριστά με αμερικάνικη προφορά κι όλα τα κεφάλια στρέφονται προς το μέρος τους. Νομίζω ότι ένας από αυτούς είναι ο Woody Allen. Αργά το βράδυ παίρνω το τρένο της επιστροφής για τις Antibes. Τρώω μόνος σε μια ψαροταβέρνα και γυρίζω στο σπίτι που φιλοξενούμαι, κατάκοπος. Χαίρομαι που αύριο το πρωί θα κατέβω στο λιμάνι για καφέ με τον Αλέξη – υποσχέθηκε ότι θα φέρει ελληνικές εφημερίδες.

photo: Antibes 2005

Wednesday 2 May 2007

διάλειμμα

"Αν συνεχίσουμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα, μαζί, θα αναπαράγουμε την ίδια ιστορία. Θα πιάσουμε τις ίδιες, παλιές, ιστορίες, από την αρχή.
Δεν νομίζεις;

Ακου: ολόγυρά μας, άντρες και γυναίκες ακούγονται ακριβώς το ίδιο. Οι ίδιες συζητήσεις, οι ίδιες διαφωνίες, οι ίδιες σκηνές. Η ίδια έλξη και η ίδια απώθηση. Οι ίδιες δυσκολίες και η ίδια αδυναμία να συνδεθούμε ο ένας με τον άλλο. Τα ίδια... Ιδια... Πάντοτε τα ίδια.

Τι θα γίνει με μας; Βγές από την γλώσσα τους. Προσπάθησε να επιστρέψεις, πέρα από τα ονόματα που σου έδωσαν. Θα περιμένω για σένα, όπως περιμένω εμένα. Επέστρεψε. Δεν είναι τόσο δύσκολο. Στάσου εδώ, και δεν θα σε καταπιούν οι οικείες σκηνές, οι τετριμένες φράσεις, οι μηχανικές χειρονομίες."

Luce Iragaray Quand nos lévres se parlent

Καλό μήνα

Tuesday 1 May 2007

Και το βραβείο έλαβε...

The Book of Chameleons του αφρικανού José Eduardo Agualusa. Η τελική απόφαση ανέτρεψε τα προγνωστικά που βεβαίωναν πως το βιβλίο με την μεγαλύτερη προβολή στα media θα ήταν και το αγαπημένο της επιτροπής. Στο μυθιστόρημα του Agualusa ο ήρωας Felix Ventura, ασχολείται με την δημιουργία πλαστών ιστοριών για την καταγωγή των πελατών του. Οπως δηλώνει η επαγγελματική του κάρτα, φροντίζει να εξασφαλίσει "για τα παιδιά σου ένα καλύτερο παρελθόν." Κλείνω το σύντομο σχόλιο με τις ευχές μου για το μέλλον της ελληνικής πεζογραφίας, και με συγχαρητήρια στον Βαγγέλη Χατζηγαννίδη για την υποψηφιότητα του για την "σημαντικότερη τιμή που δίνεται σε μεταφρασμένο μυθιστόρημα από Βρετανούς κριτικούς."

The Foreign Fiction Award 2007

Η απονομή του βραβείου Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος αναμένεται απόψε γύρω στις 7.00 τοπική ώρα στην Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφίας του Λονδίνου. Τα ‘πρόσωπα’ που κοιτούν τον επισκέπτη της Πινακοθήκης είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους βρετανών ανδρών που η δράση τους χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, από την βρετανική αμφιθυμία απέναντι στο ‘ξένο’. Αφενός, μια γνήσια επιθυμία για το διαφορετικό, για την γνώση άλλων πολιτισμών, και την απόκτηση (όχι μόνο μεταφορικά, αλλά ενίοτε και κυριολεκτικά) οποιουδήποτε αγαθού μπορεί να προσφέρει η δημιουργικότητα άλλων λαών. Αφ’ετέρου, μια αίσθηση ότι η βρετανική νήσος αποτελεί την πηγή κάθε πολιτικής ή καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, κι ότι η κουλτούρα των υπολοίπων είναι ευπρόσδεκτη – αλλά μόνο σε μετάφραση.

Είναι σίγουρα θετικό που η Independent – η μόνη ανοιχτά φιλο-ευρωπαϊκή εφημερίδα της Αγγλίας – εκφράζει την προτίμησή της ‘for all things foreign’ μέσω της βράβευσης σημαντικών έργων της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής. Χαρακτηριστικά του βραβείου αποτελούν η προτίμηση για μικρούς, έως αφανείς (για τα βρετανικά δεδομένα) εκδοτικούς οίκους, η έμφαση στην απόδοση του έργου στην αγγλική γλώσσα (το χρηματικά βραβείο μοιράζεται ισόποσα σε συγγραφέα και μεταφραστή), και η απουσία ηλικιακών ορίων στη λίστα των υποψηφίων πεζογράφων (που φέτος περιλαμβάνει συγγραφείς άνω των 70, αλλά και κάτω των 40 ετών). Το φαβορί πάντως φαίρεται να είναι η πρωτοεμφανιζόμενη πεζογραφικά, και νεότερη όλων Εva Menasse, γνωστή ήδη στο βρετανικό κοινό μέσω της δημοσιογραφικής της έρευνας για τους αρνητές του Ολοκαυτόματος, αλλά και της συμμετοχής της, πριν λίγο καιρό, στην σημαντική για τα πολιτιστικά δρώμενα του Λονδίνου ‘Εβδομάδας Εβραϊκού Βιβλίου’. Η παρουσία της Menasse στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι των υπόλοιπων υποψηφίων (με την παντελή σχεδόν απουσία της πρώτης ελληνικής συμμετοχής στην τελική λίστα από τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη). Η προβολή της υποψηφιότητας νομίζω (και ελπίζω) ότι δεν θα επηρέαζε την κρίση της επιτροπής, αλλά σίγουρα θα ενίσχυε την γενικότερη παρουσία του συγγραφέα και κατ’ επέκταση της χώρας μας. Κάτι τέτοιο βέβαια θα έπρεπε να είναι μέριμνα του εκδοτικού οίκου, ή των σχετικών κρατικών φορέων που ενδιαφέρονται για την ελληνική λογοτεχνία – σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί υποχρέωση του ίδιου του συγγραφέα, ή της εφημερίδας που στηρίζει τα βραβεία. Αλλωστε η ίδια η Independent κράτησε την όλη υπόθεση σε αρκετά χαμηλούς τόνους. Είναι ενδεικτικό της στάσης της εφημερίδας ότι, όπως μου είπε ο Boyd Tonkin (αρχισυντάκτης της στήλης βιβλίων στην Independent, και πρόεδρος της κριτικής επιτροπής) η εφημερίδα αποφάσισε να μην αλλάξει το κύριο θέμα της ηλεκτρονικής της έκδοσης απόψε και ότι θα φιλοξενήσει ένα ρεπορτάζ στην αυριανή έντυπη έκδοση, δεδομένου ότι «ένα βραβείο κριτικής επιτροπής δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως κοσμική είδηση, αφού έχει πραγματικό ενδιαφέρον μόνο για μας, το ειδικό κοινό των κριτικών, των πεζογράφων, των μεταφραστών.»

Friday 27 April 2007

Το βλέμμα της τέχνης

Η ιστορία είναι γνωστή. Το πρωϊνό της 26ης Απριλίου 1937, εκπληρώνοντας την επιθυμία του δικτάτορα Φράνκο, γερμανικά βομβαρδιστικά ισοπεδώνουν μια Βασκική πόλη, σκοτώνοντας τον άμαχο πληθυσμό. Ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα σηματοδοτεί την έναρξη αυτού που οι επαγγελματίες της διεθνούς διπλωματίας ονομάζουν ‘ολικό πόλεμο’ (total war). Είνα επίσης γνωστό ότι λίγες εβδομάδες αργότερα, στη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού, οι επισκέπτες θα έβλεπαν μια τεράστια, σχεδόν μονοχρωματική, επιφάνεια, ζωγραφισμένη με πυρετώδεις ρυθμούς, που έμελε να γίνει το διασημότερο έργο τέχνης του 20ου αιώνα. Η δυσφορία που ίσως νειώθουμε σήμερα στο άκουσμα της λέξης ‘Γκουέρνικα’ δεν οφείλεται τόσο στη βαρύτητα των δύο γεγονότων, όσο στην ελαφρότητα νοήματος, και τη συνακόλουθη αδιαφορία που δημιουργεί η διαρκής, αναπόφευκτη, επαναληπτική έκθεση του σύγχρονου τηλεοπτικού πολίτη στην φρικαλεόητα του πολέμου, αλλά και στα ονόματα ελάχιστων καλλιτεχνών που η μοναδική τους συμβολή στην ιστορία της ζωγραφικής θα νόμιζε κανείς ότι έγκειται είτε στον πλουτισμό οίκων πληστηριασμών, είτε στον καλωπισμό κουτιών για σοκολατάκια. Είναι εφικτό να κοιτάξει κανείς σήμερα την ‘Γκουέρνικα’ και να την δει κατ’αρχήν για αυτό που ήταν; έναν πίνακα, με εκπληκτική σχεδιαστική ακρίβεια, αποφυγή κάθε αισθητισμού, ή αναπαραστατικά περιττού στοιχείου, που μέσω της τριγωνικής σύνθεσής του ‘καρφώνει’ τον θεατή, και τον πιέζει να σκεφτεί το διττό ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι θεατής; πως μπορείς να είσαι μόνο θεατής;

Δεν νομίζω ότι η τέχνη πρέπει να εξυπηρετεί κάποια πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα. Αν το έργο του Πικάσσο αξίζει ακόμη την προσοχή μας, εξαρτάται από το αν μπορεί να προκαλεί την ‘αποξένωση’ από το πεπατημένο, βολικό, ανώδυνο διαφημιστικό ή ‘κουλτουριάρικο’ περιβάλλον μας, και να θέτει ερωτήματα που αφορούν όχι την ‘διεθνή πολιτική’ γενικώς και αορίστως, αλλά τον ίδιο τον εαυτό μας.

Sunday 22 April 2007

'Ο Δρόμος' είχε τη δική του ιστορία

Tο Βραβείο Pulitzer δόθηκε στον Cormac McCarthy για το βιβλίο του The Road. H απονομή του βραβείου σε συγγραφέα βιβλίων ‘φανταστικής λογοτεχνίας’ εγείρει το ερώτημα του εάν αυτό το είδος πεζογραφίας μπορεί να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της έντεχνης παράδοσης της Αμερικάνικης – ή, και γενικότερα, της Δυτικής - λογοτεχνίας. Η αναγνωστική μου εμπειρία με καθιστά μάλλον αναρμόδιο να απαντήσω ένα τέτοιο ερώτημα. Αφενός αναγνωρίζω την ένταση που επιτυγχάνεται με τη λιτή περιγραφή που έχουν τελειοποιήσει οι τεχνίτες του είδους, όπως ο DeLLillo – οι σύντομες νουβέλες του δίνουν μαθήματα λογοτεχνικής παρατήρησης της καθημερινής και, φαινομενικά ασήμαντης, συμπεριφοράς που ορίζει τις ανθρώπινες συναλλαγές. Αφ’ετέρου, η γοητεία της ανάγνωσης τέτοιων κειμένων εξαφανίζεται – για μένα- τη στιγμή που εμφανίζονται οι ιπτάμενοι νάνοι και τα ομιλόντα πτηνά, έτοιμα να επιτεθούν στην παραπληγική θεία του πρωταγωνιστή...

Αδυνατώ ίσως να κατανοήσω τι προσφέρει η παρουσία εξωγήινων τεράτων ή τρίποδων φαντασμάτων στην διαύγαση του νοήματος των ανθρώπινων σχέσεων στην οποία πιστεύω ότι στοχεύει η πραγματική λογοτεχνία. Μια απάντηση σε αυτή την απορία προσπάθησε να δώσει ο Bret Easton Ellis σε συζήτηση που είχαμε στην Αγγλία, όπου βρισκόταν για την προώθηση του βιβλίου του, Lunar Park. Αν θυμάμαι καλά, δικαιολόγησε την χρήση εξωπραγματικών όντων για την ανάπτυξη της πλοκής ενός βιβλίου, επικαλούμενος την παρουσία φαντασμάτων στα έργα του Shakespeare. Η αναφορά βέβαια σε παλαιότερο συγγραφέα (ακόμη και τον Shakespeare) δεν αποδεικνείει αφεαυτής τίποτα (επίσης, δεν είμαι βέβαιος ότι οι σαιξπηρολόγοι έχουν καταλήξει στο αν ο δραματουργός ήθελε πράγματι να παρουσιάσει φαντάσματα που επισκέπτονται τους ήρωες, ή να αποδώσει τις παραισθήσεις των διαταραγμένων ηρώων.) Ο Ellis όμως έκανε μια άλλη παρατήρηση που ήταν πιο ενδιαφέρουσα – ότι οποιοδήποτε γεγονός εκτυλίσσεται στο χώρο της λογοτεχνίας παύει να είναι πραγματικό. Υπό μία έννοια, πιστεύω ότι έχει δίκιο – αλλά και πάλι αυτό δεν μπορεί να θεραπεύσει την αλλεργία μου προς τα ακέφαλα ζόμπι που λυμαίνονται την άκακη και φιλήσυχη suburbia των Αμερικάνικων Πολιτειών.

Ισως βέβαια δεν είναι η θεματολογία που πρέπει να κρίνει αισθητικά ένα έργο, αλλά η τέχνη του δημιουργού του. Ούτε είναι δίκαιο να απορρίπτονται συλλήβδην κείμενα που τυχαίνει να μετέχουν σε ένα είδος που φιλοξενεί τέρατα. Για μία πολύ διαφορετική εκδοχή ‘φανταστικής λογοτεχνίας’ παραπέμπω στα κειμένα υπέροχων πεζογράφων, από τον Ανδρέα Λασκαράτο ως τον Νάνο Βαλαωρίτη, που ως γνωστόν επιμελήθηκε και μετέφρασε, πριν λίγα χρόνια, ο David Connolly.

Cormac McCarthy, The Road (Knopf)

Don DeLillo, The Body Artist (Picador)

Bret Easton Ellis, Lunar Park (Knopf)

D. Connolly (ed), The Dedalus Book of Greek Fantasy (Dedalus)

Tuesday 17 April 2007

Ντεκαφεϊνέ

Συνεχίζω το αναγνωστικό ταξίδι μου στην Ευρωπαϊκή ενδοχώρα αυτή τη φορά με ένα ελληνικό βιβλίο, με ‘ξενικό’ όνομα, το Ντεκαφεινέ της Εύας Στάμου. Στην ιστορία πρωταγωνιστεί η πόλη του Μάντσεστερ, με ένθετα επεισόδια στη Μασσαλία, στο Λονδίνο, και – το δικό μου ζητούμενο – σε πόλεις στην πρώην Ανατολική Γερμανία και το Βέλγιο. Οι εσωτερικές διαδρομές των ηρώων κι η επιστροφή στην παιδική και εφηβική ηλικία κυριαρχούν στο μυθιστόρημα που κινείται με αφηγηματική μαεστρία σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της η συγγραφέας εστιάζει στην διαφορετικότητα και την μοναξιά του ‘ξένου’, του μετανάστη, του ομοφυλόφυλου, του θρησκευτικά διαφορετικού, αλλά και κάτι που σπάνια μας έχει προσφέρει η Ελληνική πεζογραφία: την μοναξιά του διανοούμενου. Η λεπτομερής και εις βάθος ανάλυση της ψυχολογικής κατάστασης και των κινήτρων των ηρώων, η δύναμη της περιγραφής, η πειστικότητα των τριών κεντρικών χαρακτήρων - και φυσικά η γοητεία της Mittel-Europa – κάνουν αυτό το πεζογράφημα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της πρόσφατης λογοτεχνικής μας σοδειάς.

Εύα Στάμου, Ντεκαφεϊνέ (Οδός Πανός)

Saturday 14 April 2007

Merci pour le chocolat

Στις 19 Απριλίου προβάλλεται στο Γαλλικό ινστιτούτο (Σίνα 31) η ταινία του Σαμπρόλ 'Merci pour le chocolat' (2000) με πρωταγωνίστρια την σκοτεινή Ιζαμπέλ Υπέρ. Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα της Σάρλοτ Αμστρόγκ, 'Και ευχαριστώ για τη σοκολάτα' και θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα οι εθισμένοι στην ζεστή σοκολάτα καθώς και όσοι αγαπούν ταινίες με υπαινικτικούς διαλόγους κι εσωτερική ένταση-φιλτραρισμένη μέσα από την παγερή ακινησία του βλέμματος της Υπέρ και τον φακό του σκηνοθέτη. Μια από τις αγαπημένες ταινίες της Kafeinis.