
Γιατί άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει. Ψυχή είναι ένα ακατάπαυστο σώμα που δεν καταλήγει. Αλλος τρόπος από το σώμα δεν είναι. Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος.
καλή χρονιά
If the poets that I like suddenly disappeared
I’d have to go find poets that I don’t like
Drink with them or take them out for drinks
This is the smart thing to do
Poets say that after Ai Qing stopped writing poetry
He became a poet
In the study there were cheers and laughter
That instant of boredom
Was enough to languish my whole life away
They talked about poetry too much
Η πρόσκληση που δέχτηκα πρόσφατα από ξένο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας να γράψω μία σειρά σύντομων άρθρων πάνω στην ‘Επικαιρότητα του Υπαρξισμού’ με έκανε να αναρωτηθώ γιατί ένα θέμα που φαίνεται να ενδιαφέρει το ευρύ αναγνωστικό κοινό μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας, θα άφηνε μάλλον αδιάφορο τον ‘μέσο’ Ελληνα ανγνώστη.
Ούτε η (υποτιθέμενη;) ποιοτική απόσταση μεταξύ ελληνικών και αλλοδαπών περιοδικών, ούτε η διαφορά απαιτήσεων που έχει το αγοραστικό κοινό του περιοδικού τύπου σε Ελλάδα και εξωτερικό φαίνειται να αιτιολογεί την πλήρη απουσία από τα εγχώρια έντυπα ‘ποικίλης ύλης’ κάποιων πολιτιστικών ή φιλοσοφικών θεμάτων που απασχολούν τον ξένο τύπο.
I could say silver sky or blue moon,
but that is not my voice
and if I draw a star
it is only to drive away my shadow.
Fortune teller of the night, decipher these waters:
I am the lonely sea approaching your lonely shores.
And today I would like to transform my voice
into a sea of light for the thirst of your night;
let my footsteps have
the resonance of dawn when I look for your footprint
and not the surrender of the sun’s suicide at day’s end.
Let my words be a rustle of wings,
and at the moment of writing the word love
let a flock of birds appear
to silence the noise of the bones of the air.
And if it is because of my waters’ dance
in the night of your body,
let desire give us back
the sweet and painful memory of paradise lost.
Álvaro Marín
καλό μήνα
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
εικόνα: Γιώργος Κόρδης
κείμενο: Μίλτος Σαχτούρης
Κάποτε δεν είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά – κει κατα το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει ... κι όσοι νογούν το μάτι τους βουρκώνει.
χρυσέ ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Ολοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα.
γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι νά’ ναι: τον σάκο μου τον ταξειδιωτικό στον ώμο - στην τσέπη μου έναν οδηγό - την φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο.
χρυσέ ζωής αέρα...
καλό μήνα
Είναι η ασφυξία ... από τη μεγαλοστομία των ιθυνόντων, και τη στάχτη που στροβιλίζεται στο μπαλκόνι μου... Είναι η δύσπνοια από την αναμονή νέων για το αν θα σωθεί έστω το μουσείο της Ολυμπίας... Είναι η θολούρα από τα κροκοδείλια δάκρυα όσων προσβλέπουν σε εκλογικές νίκες ύστερα από μαζικές νομιμοποίησεις αυθαιρέτων σε πρώην δασικές περιοχές... Είναι η σιωπή των θυμάτων που καλύπτει τον ήχο άλλης μιας τηλεοπτικής διαμάχης.
Ενας από την παρέα των λουόμενων πρόλαβε να βγει από τη θάλασσα ώστε να απαντήσει την κλήση στο κινητό: «Είμαστε στην Παλιά Επίδαυρο... Ηρθαμε για μπάνιο, και μετά λίγη κουλτούρα...» Η συνδιάλεξη έληξε ύστερα από μερικά εγκάρδια χαχανητά, αλλά το κινητό παρέμεινε ανοιχτό όλο το βράδυ. Ενα από τα εκατοντάδες τηλέφωνα που κατά την διάρκεια της παράστασης έστελναν μηνύματα ή αντάλλασσαν κλήσεις με κινητά που οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν το προνόμιο να βρίσκονται εκείνο το βράδυ στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ο θόρυβος των κινητών συντονίστηκε άριστα με το ενθουσιώδες χειροκρότημα που έλαβε η Καραμπέτη άμα τη εμφανίση της επί σκηνής με την πράσινη βραδινή τουαλέτα – πριν καν ανοίξει το στόμα της ή φέρει την πρώτη από τις ελικοειδείς βόλτες που απαιτούσε ο ρόλος της ως 'Τζέσικα Ράμπιτ'.
«Ο αέρας της πόλης σε κάνει ελεύθερο» είναι μια φράση που έρχεται εύκολα στο νου όταν ανηφορίζεις την Unter der Linden προς την Αlexanderplatz. Ισως ο αέρας ελευθερίας να έκανε το Βερολίνο την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που όσο καμιά άλλη μισήθηκε από τον Χίτλερ: «... ένα χωνευτήρι του απόλυτου κακού πάνω στη γη: μπαρ, κινηματογράφοι, μαρξιστές, εβραίοι, νέγροι που τραγουδάν τη μουσική τους, κι όλα τα ειδεχθή δημιουργήματα που ονομάζονται Μοντέρνα Τέχνη», ήταν η κατάληξη ενός λίβελου που δημοσίευσε κατά της μελλοντικής έδρας της Καγκελαρίας του στα 1928.
Τα αισθήματα ήταν πάντως αμοιβαία και, ως γνωστόν, στο Βερολίνο συνέχισαν να κυκλοφορούν περιοδικά ομάδων που - με βαρύτατο, πολλές φορές, προσωπικό τίμημα - αντιστέκονταν στη ναζιστική προπαγάνδα καθ’όλη τη διάρκεια του τρίτου ράιχ. Για ένα από αυτά τα έντυπα δούλευε πιθανότατα μια δημοσιογράφος, 34 ετών, που το πρωινό της 20ης Απριλίου του 1945 άρχισε να σημειώνει σ’ένα τετράδιο την αθέατη όψη των γεγονότων που ακολούθησαν την πτώση του Βερολίνου.
Στην μέση του καλοκαιριού, 15 Ιουλίου, έαν υπήρχε ένα συναξάρι λογοτεχνών θα μνημόνευε ίσως έναν επαρχιακό γιατρό από την νότια Ρωσία, τον Αντον Τσέχωφ.
Στην άκρη του σφυριού
έχει χαράξει τ' όνομά του
όταν χτυπάει την πέτρα
χτυπιέται
αυτός
χίλιες φορές καρφωμένος
με τα καρφιά που' χε καρφώσει
στον ψηλό τοίχο
για να κρεμάσει
τις αυτοπροσωπογραφίες του.
Au bout du marteau
il a gravé son nom
lorsu’il cogne sur la
il se cogne dessus
lui
mille fois cloyé
par les clous qu’il avait cloués
sur le haut mur
pour y suspender
ses autoportraits.
Και τι θα μπορούσα να πω για όσους θ’ άρμοζε καλύτερα ο τίτλος του προδότη παρά του μεταφραστή, αφού προδίδουν αυτούς που θέλουν να αποκαλύψουν...
Joachim du Bellay, La Déffence et illustration de la langue françoyse, 1549
Η μετάφραση επιτελεί μια διπλή λειτουργία. Αφ' ενός κάνει το ξένο οικείο, δίνοντας στο κείμενο τη φωνή και το ρυθμό που χρειάζεται για να επικοινωνήσει με διαφορετικούς παραλήπτες. Αφ' ετέρου κάνει το πρωτότυπο να συνομιλεί με βιβλία μιας άλλης κουλτούρας, προσδίδοντας στο κείμενο συνδηλώσεις και εκφραστικές συνάφειες τις οποίες δεν επεδίωκε ο συγγραφέας.
.
http://www.e-poema.eu/index_gr.php
Από την ιδαίτερα πλούσια ύλη του τρίτου τεύχους, στο τμήμα των δοκιμίων ξεχωρίζω τα κείμενα των Λίλλη, Ρούβαλη, και Πάβιτς – α!, και τους μοναδικούς στοχασμούς για την ποίηση που υπογράφει ένας εγκρατής κύριος ιδιαίτερης ευαισθησίας, με το όνομα Jorge Louis Borges.
.
Τα Δίδυμα Φαρενάιτ είναι η δεύτερη προσπάθεια του Μισέλ Φέιμπερ να εισαγάγει τον αναγνώστη σ’ ένα ιδιότυπο σύμπαν αλλόκοτων περιστατικών. Οι ήρωες του, τρωτοί και σκοτεινοί, παραδίδονται χωρίς αντιστάσεις στην σταδιακή απώλεια των ορίων της προσωπικής τους ταυτότητας.
Κάθε ιστορία μοιάζει να αναβλύζει από κάποια σπασμένη αορτή του ασυνείδητου, δημιουργώντας ρέματα που εκβάλουν σε μια φανταστική κοινωνία του μέλλοντος (Τα μάτια της ψυχής), ή σ’ ένα εφιαλτικό παρελθόν (Η σάρκα παραμένει σάρκα). Κάποιες αποφεύγουν την οποιαδήποτε ανάμειξη με την καθημερινότητα, ενώ λίγες – και οι καλύτερες – έχουν στοιχεία επώδυνα ρεαλιστικά (Αληθινοί κολυμβητές, Ποντίκι, Ο Αντυ γυρίζει).
Αν και οι ιστορίες είναι καλοδουλεμένες, δεν έχουν όλες την ίδια δύναμη, καθώς το κέντρο βάρους μετατίθεται με τρόπο που ακυρώνει την κορύφωση και δημιουργεί στον αναγνώστη αμηχανία - μια αμηχανία που βρίσκει το αισθητικό της αντίστοιχο σε χαρακτήρες μουδιασμένους από τον πόνο και την αποξένωση, παγιδευμένους στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός ψυχικά αδιαπέραστου τοπίου.
Εν τούτοις, η τοποθέτηση της περιπέτειας των Φάρενάιτ στο τέλος της ομότιτλης συλλογής, προδίδει την επιθυμία του συγγραφέα να δώσει στο έργο του έναν τόνο αισιόδοξο ή, έστω, παραμυθητικό. Σαν την αφήγηση ενός παραμυθιού είναι και οι δημόσιες απαγγελίες του Φέιμπερ – φωνή γλυκιά αλλά αβαθής, αντηχεί το κενό που επιστρέφει η παγωμένη τούνδρα όπου έχουν χαθεί τα δίδυμα Φάρενάιτ.
Το έντονο ενδιαφέρον του κοινού στη χώρα μας για την τέχνη, όπως υποδηλώνεται από τα ρεπορτάζ καλλιτεχνικών εγκαινίων σε κοσμικές στήλες, ή την συνεχώς αυξανόμενη κοπή εισητηρίων σε αίθουσες συναυλιών, θεάτρου, κινηματογράφου, ή χορού, δεν αντανακλάται σε κάποια δημόσια – ή έστω blog-όσια – συζήτηση για την αισθητική. Ο φιλοσοφικός λόγος για την τέχνη παραμένει μοναχική απασχόληση των ειδικών.
Η αιτιολόγηση αυτής της απουσίας μοιάζει εύκολη: πως να προσεγγίσεις φιλοσοφικά την τέχνη, αν – όπως ακούγεται τόσο συχνά - η τέχνη δεν είναι παρά θέμα ‘γούστου’, ‘μόδας’, ή ‘κυκλωμάτων’;
Στην πραγματικότητα όμως μπορεί να σκεφτόμαστε διαφορετικά – αλλιώς γιατί να ξοδεύουμε επιπλέον χρόνο και χρήμα διασταυρώνοντας τις κριτικές στον τύπο πριν αποφασίσουμε τι θα δούμε – ακόμη και ιδιόμορφα, όπως στην περίπτωση ενός φίλου που περιμένει να διαπιστώσει ποια ‘πρωτοποριακή’ παράσταση θα λάβει την μεγαλύτερη προβολή για να την αποφύγει.
Δεν νομίζω ότι η αισθητική αποτελεί ίδιον των εκλεκτών. Στο μέτρο που κρίνουμε έλλογα ένα έργο τέχνης (είτε πρόκειται για τον Βυσσινόκηπο, είτε για ένα καρτούν) φιλοσοφούμε. Ενα δείγμα του πως αναπτύσεται η αισθητική σκέψη με ευκρίνεια και βάθος, μας δίνει η (σχεδόν) άψογη μετάφραση του βιβλίου Γλώσσες της Τέχνης.
Γραμμένο στα τέλη του ’60, το κείμενο του Goodman έθεσε ουσιαστικά τους όρους της σύγχρονης φιλοσοφικής συζήτησης για την τέχνη. Αυτό που απολαμβάνω ως αναγνώστης του είναι η ανατρεπτικότητα των αισθητικών παρατηρήσεων του Goodman, κι η μαστοριά με την οποία δουλεύει το εννοιολογικό υλικό του.
Εκτός όμως από την ενασχόληση με τις λεπτομέρειες των επιμέρους ζητημάτων, υπάρχει μια βασική σκέψη, που διατρέχει και τα έξι κεφάλαια του βιβλίου, δίνοντας συνοχή στην εξέταση τόσο διαφορετικών θεμάτων όσο η χαρακτική του Ρέμπραντ και η μουσική του John Cage. Είναι η σκέψη πως κάθε μορφή τέχνης είναι ένα σύστημα συμβόλων που τροποποιεί την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.
Ως μέρος ενός συμβολικού συστήματος, κάθε έργο τέχνης ερμηνεύει τον κόσμο, καλώντας παράλληλα εμάς – ως θεατές, ακροατήριο, ή αναγνώστες του – να το αποκωδικοποιήσουμε. Η διαδικασία αυτή οδηγεί με την σειρά της όχι στην απλή ανα-παράσταση του ήδη υπαρκτού, αλλά στην δημιουργία νέων κόσμων.
Η ιδιαιτερότητα της κάθε τέχνης δεν αφορά μόνο την διαφορετικότητα των μέσων που χρησιμοποιούν αντίστοιχα η ζωγραφική και η λογοτεχνία. Ακόμη κι αν πρόκειται για το ίδιο ‘υλικό’ η κάθε τέχνη το μορφοποιεί αλλιώτικα. Η ίδια χειρονομία λειτουργεί διαφορετικά ανάμεσα σε δυο γυναίκες που συνομιλούν σε ένα υπόγειο της Οδού Κεφαληννίας, και σε είκοσι άντρες που κινούνται στην σκηνή του Παλλάς. Ο χώρος μπορεί να είναι μέρος ενός βιώματος που δεν μεταφράζεται. Αν δεν αισθανόμαστε την διαφορά, ή αν επιδιώκουμε την διαρκή συγχώνευση των μορφών τέχνης, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια επίπεδη – και για τούτο φτωχότερη – εμπειρία της τέχνης.
Νέλσον Γκούντμαν, Γλώσσσες της Τέχνης (μτφ. Πάνος Βλαγκόπουλος, ΕΚΚΡΕΜΕΣ)
Η κριτική ξενάγηση από τον Τάκη Θεοδωρόπουλο στο Μέγαρο Γιακουμπιάν έγινε αφορμή να σκεφτώ ξανά ένα ερώτημα που με απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό, και αφορά όχι στην ζωή των ηρώων που κατοικούν στην πιο διάσημη - μυθιστορηματικά - πολυκατοικία του Καΐρου, αλλά στην επαγγελματική απασχόληση του αιγύπτιου Αλάα Αλ Ασουάνι. Συγγραφεάς του πλέον ευπώλητου μυθιστορήματος σε όλες τις αραβικές χώρες, μεταφρασμένου σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, και διασκευασμένου σε ταινία με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ο Αλάα Αλ Ασουάνι είναι ευρέως γνωστός για την έντονη πολιτική του δράση, ως διανοούμενος εκτός κομματικών πλαισίων, υπέρ του δικαιώματος της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας ατομικής έκφρασης – ή, όπως προτιμώ να το σκέφτομαι εγώ, ως υπέρμαχος ενός σπάνιου αγαθού, που έχει καταγραφεί στο πεζογραφικό και καλλιτεχνικό φαντασιακό μας ως 'ο κοσμοπολιτισμός της Αιγύπτου.'
Αυτό που είναι ίσως λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Αλάα Αλ Ασουάνι προτιμά να συστήνεται απλά ως κάποιος που διατηρεί ένα καλό οδντιατρείο σε μια γειτονιά του Καΐρου. Μεταφέρω απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε τον Φεβρουάριο για το ραδιόφωνο του BBC: «Πρέπει να έχεις κάποιο επάγγελμα πέρα από την συγγραφή. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένεις ότι μπορείς να βιοποριστείς από την λογοτεχνία. Είμαι σίγουρα μία από τις εξαιρέσεις – επειδή βγάζω χρήματα από μεταφράσεις. Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο μεγάλος άραβας συγγραφέας και κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας, συνέχιζε να εργάζεται για την κυβέρνηση ώςπου να συνταξιοδοτηθεί.»
Ο Αλ Ασουάνι δεν είναι ο μόνος, ή πρώτος που έχει εκφράσει μια τέτοια άποψη. Θυμάμαι κάποτε σε συνεντευξή του τον Γιώργο Ιωάννου να παρατηρεί – με λεπτό σαρκασμό – ότι δεν τον βαραίνει η επίσημη εργασία του, μια που «ένας συγγραφεάς πρέπει να είναι δημόσιος υπάλληλος.»
Αναρωτιέμαι αν τελικά είχε δίκιο: αν η σταθερότητα κι η επαναληπτικότητα που επιφέρει μια μόνιμη υπαλληλική εργασία προστατεύουν έναν συγγραφέα από την άρρυθμη ζωή στην οποία έχουν βρεθεί να αναλώνονται πλείστοι όσοι νέοι πεζογραφοί προσπαθούν να εναρμονίσουν την συγγραφική τέχνη τους με τις δημόσιες σχέσεις ώστε να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη προς το ζην.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο να εργάζεσαι εκτός των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών κύκλων – μια διάσταση που επισημαίνει με ανεπιτήδευτο τρόπο ο Αλ Ασουάνι: «... μέσω της οδοντιατρικής, έχω επαφή με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε καθημερινό επίπεδο - κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.»
Αλάα Αλ-Ασουάνι, Το Μέγαρο Γιακουμπιάν (μτφ. Α. Κυριακίδης, ΠΟΛΙΣ)
Το πολύχρωμο πλήθος κυμματίζει ρυθμικά στην Croisette, δημιουργεί ανθρώπινη αλυσίδα γύρω από το Palais des Festivals κι η μυρωδιά απ' την γρανίτα φράουλα και το ζεστό καλαμπόκι ανακατεύεται με αυτήν του αντιηλιακού και των έντονων αρωμάτων. Κορίτσια κι αγόρια από δώδεκα ως είκοσι ετών, που έχουν έρθει με το τρένο από τα διπλανά χωριά, περιμένουν υπομονετικά κάτω από τον καυτό ήλιο την παρέλαση των σταρ που δεν θα ξεκινήσει πριν τις 7.00μ.μ. Η παραλία δίπλα στο Palais κατάμεστη από τους λουόμενους, σκόνη, ιδρώτας, δεκάδες λουράκια που συνδέουν τα σκυλιά με τ’ αφεντικά τους, κορίτσια με καυτά σορτς και ψηλές μπότες, μαύρα στην πλειοψηφία τους, που υπομονετικά περιμένουν πελάτη σε κάθε γωνιά, Αμερικάνοι μεσήλικες ντυμένοι στα λευκά που έχουν κατέβει από τα γιώτ για καφέ και ψώνια στην Boutique Officielle. Με δυσκολία ανοίγω δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και τα καμπριολέ αυτοκίνητα - τα περισσότερα νοικιασμένα με την ημέρα - και διασχίζω την απόσταση που με χωρίζει από τον θλιβερό σταθμό ως το λαμπερό Carlton που με περιμένει η συντροφιά μου. Εδώ μυρίζει άρωμα πούρου και Chanel. Οι γυναίκες φορούν ψηλά τακούνια με κοντές φούστες αλλά είναι στην πλειοψηφία τους λευκές και απροσδιόριστης ηλικίας. Στην Brasserie πίνω κρασί, τρώω φράουλες με σαντιγύ και καπνίζω, σχεδόν ενάντια στη θέληση μου, το ένα τσιγάρο πάνω στ’άλλο. Η κυρία στο διπλανό τραπέζι κόβει σε μικρά κομματάκια το κρουασάν και το βάζει στο στόμα του σκύλου της. Υστερα σκουπίζει το μουσούδι του με την λινή πετσέτα. Η ίδια πίνει μαύρο καφέ. Κάποιοι από τους θαμώνες φορούν τεράστια γυαλιά ηλίου και καπελάκια, μιλούν στα garcons ψιθυριστά με αμερικάνικη προφορά κι όλα τα κεφάλια στρέφονται προς το μέρος τους. Νομίζω ότι ένας από αυτούς είναι ο Woody Allen. Αργά το βράδυ παίρνω το τρένο της επιστροφής για τις Antibes. Τρώω μόνος σε μια ψαροταβέρνα και γυρίζω στο σπίτι που φιλοξενούμαι, κατάκοπος. Χαίρομαι που αύριο το πρωί θα κατέβω στο λιμάνι για καφέ με τον Αλέξη – υποσχέθηκε ότι θα φέρει ελληνικές εφημερίδες.
Η απονομή του βραβείου Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος αναμένεται απόψε γύρω στις 7.00 τοπική ώρα στην Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφίας του Λονδίνου. Τα ‘πρόσωπα’ που κοιτούν τον επισκέπτη της Πινακοθήκης είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους βρετανών ανδρών που η δράση τους χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, από την βρετανική αμφιθυμία απέναντι στο ‘ξένο’. Αφενός, μια γνήσια επιθυμία για το διαφορετικό, για την γνώση άλλων πολιτισμών, και την απόκτηση (όχι μόνο μεταφορικά, αλλά ενίοτε και κυριολεκτικά) οποιουδήποτε αγαθού μπορεί να προσφέρει η δημιουργικότητα άλλων λαών. Αφ’ετέρου, μια αίσθηση ότι η βρετανική νήσος αποτελεί την πηγή κάθε πολιτικής ή καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, κι ότι η κουλτούρα των υπολοίπων είναι ευπρόσδεκτη – αλλά μόνο σε μετάφραση.
Είναι σίγουρα θετικό που η Independent – η μόνη ανοιχτά φιλο-ευρωπαϊκή εφημερίδα της Αγγλίας – εκφράζει την προτίμησή της ‘for all things foreign’ μέσω της βράβευσης σημαντικών έργων της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής. Χαρακτηριστικά του βραβείου αποτελούν η προτίμηση για μικρούς, έως αφανείς (για τα βρετανικά δεδομένα) εκδοτικούς οίκους, η έμφαση στην απόδοση του έργου στην αγγλική γλώσσα (το χρηματικά βραβείο μοιράζεται ισόποσα σε συγγραφέα και μεταφραστή), και η απουσία ηλικιακών ορίων στη λίστα των υποψηφίων πεζογράφων (που φέτος περιλαμβάνει συγγραφείς άνω των 70, αλλά και κάτω των 40 ετών). Το ‘φαβορί’ πάντως φαίρεται να είναι η πρωτοεμφανιζόμενη πεζογραφικά, και νεότερη όλων Εva Menasse, γνωστή ήδη στο βρετανικό κοινό μέσω της δημοσιογραφικής της έρευνας για τους αρνητές του Ολοκαυτόματος, αλλά και της συμμετοχής της, πριν λίγο καιρό, στην σημαντική για τα πολιτιστικά δρώμενα του Λονδίνου ‘Εβδομάδας Εβραϊκού Βιβλίου’. Η παρουσία της Menasse στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι των υπόλοιπων υποψηφίων (με την παντελή σχεδόν απουσία της πρώτης ελληνικής συμμετοχής στην τελική λίστα από τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη). Η προβολή της υποψηφιότητας νομίζω (και ελπίζω) ότι δεν θα επηρέαζε την κρίση της επιτροπής, αλλά σίγουρα θα ενίσχυε την γενικότερη παρουσία του συγγραφέα και κατ’ επέκταση της χώρας μας. Κάτι τέτοιο βέβαια θα έπρεπε να είναι μέριμνα του εκδοτικού οίκου, ή των σχετικών κρατικών φορέων που ενδιαφέρονται για την ελληνική λογοτεχνία – σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί υποχρέωση του ίδιου του συγγραφέα, ή της εφημερίδας που στηρίζει τα βραβεία. Αλλωστε η ίδια η Independent κράτησε την όλη υπόθεση σε αρκετά χαμηλούς τόνους. Είναι ενδεικτικό της στάσης της εφημερίδας ότι, όπως μου είπε ο Boyd Tonkin (αρχισυντάκτης της στήλης βιβλίων στην Independent, και πρόεδρος της κριτικής επιτροπής) η εφημερίδα αποφάσισε να μην αλλάξει το κύριο θέμα της ηλεκτρονικής της έκδοσης απόψε και ότι θα φιλοξενήσει ένα ρεπορτάζ στην αυριανή έντυπη έκδοση, δεδομένου ότι «ένα βραβείο κριτικής επιτροπής δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως κοσμική είδηση, αφού έχει πραγματικό ενδιαφέρον μόνο για μας, το ειδικό κοινό των κριτικών, των πεζογράφων, των μεταφραστών.»
Εύα Στάμου, Ντεκαφεϊνέ (Οδός Πανός)
Το Αusterlitz μου έφερε στο νου άλλα κείμενα που η έλξη τους δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Τι είναι αυτό που κάνει τόσο διαφορετική την αφήγηση γεγονότων στην Mittel-Europa; Ισως να πρόκειται για την Ιθάκη του Ερωπαϊκού μυθιστορήματος, αφού η πλειοψηφία των σχετικών διηγήσεων επισκέπτεται την περιοχή αυτή προς αναζήτηση του νοήματος που περιέχει το ταξίδι της συγγραφής. Είναι ενδιαφέρον ότι κάποιες από τις καλύτερες περιγραφές της Κεντρικής Ευρώπης συναντώνται στο έργο ανθρώπων της 'περιφέρειας' - ο Sebald, αν και Γερμανός, δούλεψε στην Βρετανία, όπως και ο Ιάπωνας Kazuo Ishiguro, του οποίου το μακροσκελέστατο μυθιστόρημα The Unconsoled αποδίδει με ακρίβεια την δύσθυμη ψυχική και πνευματική ατμόσφαιρα μιας Ευρωπαϊκής κωμόπολης. Ο σαγηνευτικός Danubio του Claudio Magris ίσως να μην μπορούσε να γραφτεί παρά από έναν Μεσογειακό περιηγητή, ενώ οι διαδρομές Βιέννης-Βουδαπέστης έχουν αποτυπωθεί με αυθεντικότητα από τον αργεντίνικης καταγωγής Edgardo Cozarinsky (στην αμετάφραστη ακόμη συλλογή διηγημάτων Η Νύφη από την Οδησσό). Για τους συγγραφείς που ανέφερα, η ίδια η προσωπική ταυτότητα φαίνεται να έχει αφηγηματική δομή - κι η μνήμη να είναι πηγή νοήματος αλλά και αντίστασης στον εύπλαστο χαρακτήρα του σύγχρονου ανθρώπου. Η Ελληνική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής ενδοχώρας είναι ένα ζήτημα που αξίζει την προσοχή μας - κάθε πληροφορία καλοδεχούμενη!
Καζούο Ισιγκούρο, Ο Απαρηγόρητος (Καστανιώτης)
Κλαούντιο Μάγκρις, Δούναβης (Πόλις)
Edgardo Cozarinsky, Τhe Bride from Odessa (Harvill Press)
Austerlitz είναι το επώνυμο του αρχιτέκτονα που συναντάει ο αφηγητής στην έκτη σελίδα του ομώνυμου βιβλίου του W. G. Sebald. Από το 2001, που κυκλοφόρησε, σχεδόν ταυτόχρονα, στην Γερμανική και την Αγγλική γλώσσα, οι κριτικοί διαφωνούν με τους βιβλιοπώλες ως προς το τμήμα που θα πρέπει να καταχωρηθεί ο τίτλος: ‘λογοτεχνία’, ‘ταξιδιωτικός οδηγός’, ‘θεωρία της τέχνης’, ‘αρχιτεκτονική μελέτη’, ή – όπως το βρήκα κάποτε – ‘στρατιωτική ιστορία’; ‘Προσωπικό Ημερολόγιο’, ίσως να ήταν ένας λιγότερο άστοχος χαρακτηρισμός, αν και δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη για το ότι θα πάρει στα χέρια του ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα του 21ου αιώνα.
Η αναλογία μύθου και ιστορίας στην αφήγηση - που ξεκινάει με μια τυχαία συνάντηση ένα απόγευμα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην Αντέρπη- παραμένει αδιευκρίνιστη ως το τέλος του ημερολογίου – ως εάν, κάθε νέο ‘αντικειμενικό’ στοιχείο που συνοδεύει την αφήγηση (από τις ημερομηνίες, ως τις ερασιτεχνινές φωτογραφίες που πιστοποιούν το πέρασμα των χαρακτήρων από τα μέρη που παίχτηκε το έργο της ζωής τους) να λειτουργεί για τον αναγνώστη ως επιβεβαίωση ότι βρίσκεται σ’ένα περίκλειστο μυθιστορηματικό σύμπαν. Δεν υπάρχει σημείο δράσης που δεν θα μπορούσε να δειχθεί σ’ένα απλωμένο χάρτη της Ευρώπης, μόνο που τα χρώματα που θα διαχώριζαν τα κράτη θα ήταν διαφορετικοί τονισμοί της ώχρας – όπως το χρώμα που αποκτούν κάποιες παλιές, ασπρόμαυρες, φωτογραφίες με το οδοντωτό περίγραμμα.
Η πλοκή αναπτύσεται σε αφηγηματικές διαδρομές πολλών σελίδων, με οδηγό σύντομης αναγνωστικής παύσης το κόμμα – το μόνο σημείο στίξης που ενώνει απομονώνοντας, αφού παρατάσσει νοήματα χωρίς να εξηγεί σε τι οφείλεται η σύνδεσή τους.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που κάποιος συγγραφέας επιχειρεί να στοχαστεί τις κινήσεις των ηρώων του, διηγούμενος το παρόν μέσα από το βλέμμα κάποιου που ζει στο παρελθόν. Αλλά αν θα έπρεπε να εντοπίσουμε την μυθιστορηματική ιδιοφυΐα του Sebald σε κάποια σημεία θα πρότεινα, μεταξύ άλλων, και τα εξής. Η περιγραφή των χώρων συνάντησης – από τις βιβλιοθήκες, και τα παραθαλάσσια οχυρά, ως τα καφέ, και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς – δημιουργεί την παράξενη εντύπωση ότι δεν είναι οι ήρωες που τα αναλύουν, αλλά τα ίδια τα κτήρια που κοιτάζουν, παρατηρούν, και, εν τέλει, καθοδηγούν τις κινήσεις αυτών.
Ο ιερός κανόνας του μοντέρνου μυθιστορήματος για την άμεση και ‘συγχρονική’ μετάδοση των διαλόγων παραβιάζεται συστηματικά – αντί όμως να αποξενώνει με αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας οικειοποιεί. Οι πολυάριθμες συνομιλίες δίνονται σχεδόν αποκλειστικά από τον αφηγητή σε πλάγιο λόγο, προκαλώντας μια αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη που νειώθει να αφουγκράζεται τον εσωτερικό μονόλογο που ρέει ακατάπαυστα στη συνείδηση του αφηγητή.
Τέλος, η λεπτομερής καταγραφή του κάθε τι, ενώ φαίνεται αρχικά να υπηρετεί το έργο της πολυμάθειας που σαγηνεύει τους ήρωες, ουσιαστικά υπονομεύει το ορθολογιστικό ιδεώδες που πλάσθηκε στα κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης τους δύο προγούμενους αιώνες. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι (όπως αναφέρει η διάσημη γκραβούρα) ‘ο ύπνος του λόγου γεννάει τέρατα’. Είναι κυρίως το ότι όσο περισσότερο περιγράφεις, τόσο εντονότερα αντιλαμβάνεσαι πόσο από την εμπειρία της ζωής περισσεύει, μένοντας διαρκώς εκτός της θεωρητικής – είτε της λογοτεχνικής, είτε της αρχιτεκτονικής – κατασκευής μας. Ούτως ή άλλως, ο Austerlitz δεν ήταν πραγματικά αρχιτέκτονας, αλλά ένας θεωρητικός του είδους. Αν μπόρεσε να χτίσει κάτι, αυτό ήταν η προσωπική του ταυτότητα, κατά την διάρκεια της πιο τραυματικής περίοδου της σύγρονης ιστορίας. Το υλικό το έδωσε η μνήμη του, αλλά η δική της πηγή ήταν η πένα του W. G. Sebald.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα.
1. Βιβλία που δεν μπορώ να τελειώσω: Ο άγιος της μοναξιάς (Ιωάννα Καρυστιάνη)