
Ξεκίνησα υπολογίζοντας την απόσταση ανάμεσα
στην αναπνοή και τον καφέ.
Τώρα αχνίζει το μυαλό μου
ονείρατα γεμάτο.
Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν
οι εικόνες στη φράση μου.
Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω
παρά μες σ’ ένα κυδώνι.
O Levy καταθέτει ως πρωτότυπη συμβολή στην ερμηνεία του σαρτρικού έργου μια περιοδολόγηση σε τρία μέρη: αυτό του «πρώτου Σαρτρ» που διαρκεί ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, κατόπιν ενός «άλλου Σαρτρ» που «παραπλανήθηκε» στην ένθερμη πολιτική και θεωρητική υποστήριξη των απελευθερωτικών κινημάτων στις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου και, τέλος, ενός «μεταστραμμένου Σαρτρ» που «αποκηρύσσει» το προηγούμενο έργο του, για χάρη μιας ώριμα αποκεκαλυμμένης ηθικής του οικουμενισμού που θα του προσφέρει η σύντομη επαφή του με την ιουδαϊκή διδασκαλία. Tο πρόβλημα με την περιοδολόγηση αυτή είναι διττό. Aφ’ ενός στερείται παντελώς πρωτοτυπίας καθ’ ότι αναμασάει εγκυκλοπαιδικές περιλήψεις της σαρτρικής φιλοσοφίας γνωστές ήδη από φοιτητικά εγχειρίδια της δεκαετίας του ’70 (μιας δεκαετίας όπου οι πρώην σοσιαλιστές συνοδοιπόροι του αντιμετώπιζαν τον Σαρτρ ως γραφικό υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Aφ’ ετέρου εντάσσει στην ίδια κατηγορία έργα που προτείνουν διαφορετικές απαντήσεις σε καίρια ζητήματα φιλοσοφίας, όπως αυτά της γνωστικής μεθόδου, των οντολογικών προϋποθέσεων των κοινωνικών σχέσεων και της δυνατότητας επικοινωνίας που θα στηρίζει μάλλον παρά θα υπονομεύει την προσωπική δημιουργία.
Mια παρόμοια ερμηνευτική υπεκφυγή εμφανίζεται στο κεντρικό, και καλύτερο, μέρος του βιβλίου που εστιάζεται στη ρήση του Σαρτρ ότι «ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός». Aφού απαριθμήσει ένα πλήθος «ανθρωπιστικών ιδεολογιών» με τις οποίες δεν θα πρέπει να συγχέεται ο υπαρξισμός, ο B-HL αλλάζει ερμηνευτική κατεύθυνση, υπαινισσόμενος τι είδους «αντι-ανθρωπισμό» μοιράζεται με τον Σαρτρ. Tο αρχικό ερώτημα όμως του τι εννοούσε ο Σαρτρ με τον όρο «ανθρωπισμός», και του γιατί θεώρησε τον υπαρξισμό μέρος της ανθρωπιστικής αντίληψης στη φιλοσοφία παραμένει αναπάντητο. Aυτού του είδους η πνευματική φυγοπονία, αν και περίτεχνα καλυμμένη από πλήθος παραθεμάτων, στερεί από τον αναγνώστη την ευκαιρία να εκτιμήσει την πρωτοτυπία της σαρτρικής προσέγγισης, αλλά και τη σημασία της κριτικής που έχει ασκηθεί στον Σαρτρ από στοχαστές που ελάχιστα σαγηνεύονται από τη δυτικοευρωπαϊκή ανθρωπιστική παράδοση.
H τάση του B-HL να αντικαθιστά την επιχειρηματολογία με τη συνεχή διατύπωση ρητορικών ερωτήσεων ή την παράθεση φράσεων χαλαρά συνδεδεμένων ίσως να πηγάζει από την αδυναμία του να κατανοήσει ότι κάθε φιλοσοφική θέση αποκτά τη σημασία της, όχι από το πόσο εύηχη είναι, αλλά από τους λόγους που τη στηρίζουν. O Levy απολαμβάνει τον συγχρωτισμό μεταφυσικών δογμάτων, πολιτικών ιδεολογιών και κοινωνικών κινημάτων, ο οποίος αλλοιώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φιλοσοφικής κατάθεσης στοχαστών από τον Mπεργκσόν ώς τον Nτεριντά, και που δημιουργεί μια εύπεπτη εικόνα για τη φιλοσοφική σκηνή της Γαλλίας ως κοκοραμαχίας των ηγετών διαφόρων τάσεων που έτυχε να παγιωθούν σε κάποιο «-ισμό». H αισθητική απλότητα ενός επιχειρήματος με λίγες προκείμενες και ένα συμπέρασμα δεν φαίνεται να συγκινεί το «αγαπημένο παιδί» των γαλλικών περιοδικών μόδας, το οποίο προτιμά να αφήνει αρκετές προτάσεις του χωρίς ρήμα, παρά να τολμήσει να ολοκληρώσει.
O B-HL εκφράζει ως κύριο μέλημά του να διαλευκάνει «ποια είναι η σκοτεινή και μυστηριώδης ιστορία» του σαρτρικού έργου – και ίσως αυτό ακριβώς να είναι το πρόβλημα. O ίδιος Σαρτρ δεν θα ήξερε μάλλον τι να κάνει ένα τέτοιο εγχείρημα. Oπως είχε τονίσει σε διάφορες περιστάσεις: «Δεν έτρεφα ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εαυτό μου... Eίχα μια απώθηση για τα προσωπικά ημερολόγια, και σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει για να κοιτούν τον εαυτό τους, αλλά για να ορίζουν το βλέμμα τους μπροστά τους, στον κόσμο».
Bernard-Henry Levy, O αιώνας του Σαρτρ: φιλοσοφική έρευνα, μτφ. T. Δημητρούλια (Scripta)
Άναψα το φως και, πριν αρχίσω να γράφω, ήρθε στο νου μου ένας στίχος τού Γιώργου Γεωργούση:
την πηγή που την θρέφει
Στη φράση του Γεωργούση συμπυκνώνεται ποιητικά μια άποψη που μέσα από περίπλοκους και μακροσκελείς συλλογισμούς έχει διατυπωθεί επίσης στο έργο αρκετών φιλοσόφων. Η κρυφή λογική της συνείδησης κάνει αυτό που φαινομενικά είναι το πιο προσιτό σε όλους μας -την ίδια τη σκέψη μας - να αποτελεί ταυτόχρονα ένα ανεπίλυτο μυστήριο. Όπως το έθεσε κάποτε ο Nietzsche:
Κι όμως, ο στίχος του Γεωργούση με άφηνε εν μέρει ανικανοποίητο. Θυμόμουν πως όταν διάβασα την Παλινωδία, η εντύπωση που μου είχε κάνει το ποίημα ήταν διαφορετική - κίνησε μέσα μου όχι τόσο την διάννοια, όσο την ψυχή. Έτσι αποφάσισα ν’ ανοίξω πάλι την συλλογή, όπου στη σελίδα 16 βρήκα την ορθή γραφή - αυτή που εκφράζοντας ένα πραγματικό βίωμα, μετατρέπει ένα απλό διανόημα, σε ουσία ποιητική:
Η μνήμη δεν γνωρίζει
την πληγή που την θρέφει
Αυτό που με απασχολεί όμως δεν είναι οι όποιες αρετές μιας συγκεκριμένης γλώσσας, όσο η ανάγκη κάποιων συγγραφέων να εκφραστούν σε άλλη από την λεγόμενη ‘μητρική’ τους γλώσσα. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν κάθε συστηματική προσπάθεια γραφής – με σαφές μέτρο, εννοιολλογική συνέπεια, και αφηγηματικό ρυθμό – αποτελεί μια μορφή μετάβασης σε μια άλλη από την παραδεδομένη γλώσσα της καθημερινής ομιλίας. Κι αν τελικά, ο λόγος που γράφουμε – όταν μπαίνουμε σε αυτό το απαιτητικό παιχνίδι, με τους τόσο αυστηρούς κανόνες, που λέγεται συγγραφή – το κάνουμε για να αποδώσουμε στη ζωή λίγη από την τάξη ή την αρμονία που περιέχει η λογοτεχνία. Αν, με απλά λόγια, γράφουμε για να μην τρελαθούμε.
Οι γυναίκες αφηγούνται καλύτερα - η ομιλία των ανδρών είναι συχνά σπασμωδική, πολύ περιεκτική για να προκαλέσει τη φαντασία, αρκετά επίπεδη για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Δεν είναι έτσι παράλογο που όσο περισσότερες συγγραφείς δοκιμάζονται στη φόρμα της ‘σύντομης ιστορίας,’ τόσο περισσότερο κερδίζει η τέχνη του διηγήματος.