Sunday, 19 October 2008

Πρωϊνό


Ξεκίνησα υπολογίζοντας την απόσταση ανάμεσα

στην αναπνοή και τον καφέ.


Τώρα αχνίζει το μυαλό μου

ονείρατα γεμάτο.


Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν

οι εικόνες στη φράση μου.


Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω

παρά μες σ’ ένα κυδώνι.



.

Monday, 13 October 2008

Carte postale II


Το υπέρβαρο των αποσκευών θα του στοίχιζε 20 λίρες και δεν ήθελε να δώσει τόσα λεφτά πριν καν αρχίσει το ταξίδι του. ‘Μπορεί να κρατάω μαζί μου το γιλέκο,’ είπε στον υπάλληλο κι έσκυψε ν’ανοίξει το σακβουαγιάζ. Ο υπάλληλος τον κοίταξε επικριτικά, ενώ οι τουρίστες που περίμεναν πίσω του άρχισαν να δυσανασχετούν που ο νεαρός χρονοτριβεί, διατεινόμενος πως η αφαίρεση από το σακβουαγιάζ ενός γιλέκου θα τον γλυτώσει από το πρόστιμο για το υπέρβαρο των 9 κιλών. Όπως τράβηξε το φερμουάρ, το πρώτο που φάνηκε ήταν η εσωτερική επένδυση του κράνους, κατόπιν οι μεταλικές αγγράφες, εγχειρίδια με τίλους σε αγγλικά κι αραβικά, κι ο υπνόσακος ερήμου, ώσπου βρήκε το γιλέκο παραλλαγής από αλεξίσφαιρο υλικό. Το τοποθέτησε στο σημείο ζύγισης των αποσκευών: ήταν 6 κιλά και 700 γραμμάρια. Απογοητευμένος, ο νεαρός άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του για μετρητά, αλλά ο υπάλληλος, χωρίς να ρωτήσει οτιδήποτε ξανά, πληκτρολογούσε διαφορετικά στοιχεία στο κομπιούτερ, ώστε να τον αφήσει να περάσει χωρίς πρόστιμο.

Η κρίση των χρηματιστηρίων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχει ρίξει σε ευεργετική λήθη όλα τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγγλική κοινωνία. Οι στρατιώτες συνεχίζουν να ‘χάνονται’ στο ασιατικό μέτωπο, οι ‘παράπλευρες απώλειες’ των αμάχων απ’τη Καμπούλ ως τη Βασόρα αυξάνονται διαρκώς, αλλά τίποτα πλέον δεν φαίνεται να αποσχολεί τόσο την πλειονότητα των Βρετανών όσο οι διακυμάνσεις στην αξία των μετοχών. Αν ήταν περισσότερο ενημερωμένοι μπορεί και να τους καθησύχαζε το γεγονός ότι ο ‘βιομηχανικός δείκτης’ για τις κατασκευαστικές εταιρείες όπλων είναι σταθερά ανοδικός.


Manchester Airport
12/10/08

Thursday, 9 October 2008

Carte postale

Ο κηπουρός έλεγξε με τα δάχτυλά του το φύλλωμα των δένδρων κι άνοιξε τη μικρή κάνουλα για να ποτίσει το περβάζι. Παρήγγειλα τον δεύτερο καφέ της μέρας, προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι πιο παράξενο: ότι η πάχνη στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης πυκνώνει όσο περνάει η ώρα, ή ότι στην κεντρική αίθουσα αναμονής μεγαλώνουν τρεις νερατζιές;


Bar Central,
9/10/08

Friday, 3 October 2008

Soi-même comme un autre


Το ερώτημα που απασχολεί συνήθως όσους ερευνούν τη φύση του εαυτού είναι πως ο καθένας από εμάς μετέχει της ομοιότητας και της ετερότητας: είμαστε ταυτόχρονα διαφορετικοί (από όλους τους άλλους) και όμοιοι (με αυτόν που βίωσε στο παρελθόν ό,τι αποτελεί το υλικό των προσωπικών μας ανάμνησεων στο παρόν). Οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για αυτά τα ζητήματα περιγράφονται, αναλύονται και αξιολογούνται στη εξαιρετικά μεταφρασμένη μελέτη του Paul Ricoeur, με την διαύγεια και την ακρίβεια που χαρακτηρίζει το συστηματικό έργο του γάλλου φιλοσόφου.

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος γρίφος που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας. Όταν προσπαθώ να με συλλογιστώ, ο εαυτός μου δεν είμαι πια εγώ, αφού, ενόσω τον σκέφτομαι, αυτός γίνεται το αντικείμενο της σκέψης μου.

Τον εαυτό μου υποτίθεται πως μπορώ να τον αφουγκραστώ με τρόπο που κανείς, όσο κοντά μου και να γείρει, δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί. Κι όμως, όταν συγκεντρώνω το νου μου πάνω του, και του παρέχω όλη την προσοχή μου, αυτός μου προσφέρει τις διαφορετικές του όψεις σταδιακά, άλλοτε γεναιόδωρα κι άλλοτε βασανιστικά αργά. Το τίμημα της επιθυμίας να μην είμαστε απλά ο εαυτός μας, αλλά να γνωρίζουμε τι ‘πραγματικά’ είμαστε, ίσως είναι η συνειδητοποίηση ότι η ετερότητα δεν είναι κάτι αρνητικό, αφού βρίσκεται μέσα μας. Κι αυτό νομίζω θα πρέπει να είναι το κύριο νόημα του τίτλου ‘Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος’.


Paul Ricoeur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μτφ. Βίκυ Ιακώβου (ΠΟΛΙΣ)

Tuesday, 1 July 2008

O αιώνας του Σαρτρ



Η βιογραφία ενός φιλοσόφου δεν είναι απαραίτητα μια «φιλοσοφική βιογραφία». H φιλοσοφική μελέτη στοχεύει στην ερμηνευτική συνέπεια και κινείται από σεβασμό για τα φαινόμενα που θέλει να φωτίσει. H πρόσφατη βιογραφία του Σαρτρ από τον Bernard-Henry Levy θα αποτελούσε μια σημαντική εργασία για τον διασημότερο Γάλλο φιλόσοφο του 20ού αιώνα, αν ο Levy αφιέρωνε περισσότερο χρόνο στην προσεκτική ανάλυση των σαρτρικών κειμένων, απ’ ό,τι δίνει για να εκφράσει τις απόψεις που έχει για... τον εαυτό του. Aν και η εξαιρετικά επιμελημένη μεταφορά του κειμένου στην ελληνική γλώσσα έχει μετριάσει την αίσθηση προχειρότητας που δίνει το γαλλικό πρωτότυπο, το βιβλίο μάλλον αποτυγχάνει τους στόχους που θέτει ο συγγραφέας του.

O Levy καταθέτει ως πρωτότυπη συμβολή στην ερμηνεία του σαρτρικού έργου μια περιοδολόγηση σε τρία μέρη: αυτό του «πρώτου Σαρτρ» που διαρκεί ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, κατόπιν ενός «άλλου Σαρτρ» που «παραπλανήθηκε» στην ένθερμη πολιτική και θεωρητική υποστήριξη των απελευθερωτικών κινημάτων στις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου και, τέλος, ενός «μεταστραμμένου Σαρτρ» που «αποκηρύσσει» το προηγούμενο έργο του, για χάρη μιας ώριμα αποκεκαλυμμένης ηθικής του οικουμενισμού που θα του προσφέρει η σύντομη επαφή του με την ιουδαϊκή διδασκαλία. Tο πρόβλημα με την περιοδολόγηση αυτή είναι διττό. Aφ’ ενός στερείται παντελώς πρωτοτυπίας καθ’ ότι αναμασάει εγκυκλοπαιδικές περιλήψεις της σαρτρικής φιλοσοφίας γνωστές ήδη από φοιτητικά εγχειρίδια της δεκαετίας του ’70 (μιας δεκαετίας όπου οι πρώην σοσιαλιστές συνοδοιπόροι του αντιμετώπιζαν τον Σαρτρ ως γραφικό υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Aφ’ ετέρου εντάσσει στην ίδια κατηγορία έργα που προτείνουν διαφορετικές απαντήσεις σε καίρια ζητήματα φιλοσοφίας, όπως αυτά της γνωστικής μεθόδου, των οντολογικών προϋποθέσεων των κοινωνικών σχέσεων και της δυνατότητας επικοινωνίας που θα στηρίζει μάλλον παρά θα υπονομεύει την προσωπική δημιουργία.

Σε πλήρη αντίθεση με την επίπονη πνευματική εργασία που χαρακτηρίζει το θεωρητικό έργο του Σαρτρ ο B-HL αποφεύγει να εκτεθεί στις δυσκολίες –όσο και στις απολαύσεις– που προσφέρει η προσπάθειά του να φέρει εις πέρας ένα συλλογισμό πάνω σε καίρια ζητήματα της σκέψης και της πράξης του βιογραφούμενου στοχαστή. H ερωτική πράξη, παραδείγματος χάριν, τίθεται ως προνομιακό σημείο εισόδου στα απόκρυφα του βίου και της πολιτείας του Σαρτρ, παρέχοντας στον αναγνώστη γλαφυρές λεπτομέρειες της «περίεργης» σχέσης ανάμεσα στον Σαρτρ και τη Simone de Beauvoir. Aν η σχέση αυτή φαντάζει περίεργη, και αν η λύση των ορίων ανάμεσα στη φιλία, στον έρωτα, και στην πνευματική συνεργασία αποτελεί πράγματι ένα σημαντικό μυστήριο που καλείται να διαλευκάνει μια φιλοσοφική βιογραφία, τότε ο B-HL θα όφειλε τουλάχιστον να επιχειρήσει μια ανάλυσή του τι καθιστά μια διαπροσωπική σχέση «περίεργη», πώς αυτό φωτίζει άλλες πτυχές του βίου του Σαρτρ, και, κυρίως, πώς το ζήτημα αυτό συνδέεται με συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις που ανέπτυξαν τόσο ο Σαρτρ, όσο και η Mποβουάρ για τη φύση της αγάπης. Aντ’ αυτών ο B-HL τελειώνει αμήχανα τη συζήτηση, δίνοντας ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες για τον Σαρτρ και την Mποβουάρ ώστε να πειστεί ο αναγνώστης για το πόσο περίεργη υπήρξε η μεταξύ τους σχέση.

Mια παρόμοια ερμηνευτική υπεκφυγή εμφανίζεται στο κεντρικό, και καλύτερο, μέρος του βιβλίου που εστιάζεται στη ρήση του Σαρτρ ότι «ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός». Aφού απαριθμήσει ένα πλήθος «ανθρωπιστικών ιδεολογιών» με τις οποίες δεν θα πρέπει να συγχέεται ο υπαρξισμός, ο B-HL αλλάζει ερμηνευτική κατεύθυνση, υπαινισσόμενος τι είδους «αντι-ανθρωπισμό» μοιράζεται με τον Σαρτρ. Tο αρχικό ερώτημα όμως του τι εννοούσε ο Σαρτρ με τον όρο «ανθρωπισμός», και του γιατί θεώρησε τον υπαρξισμό μέρος της ανθρωπιστικής αντίληψης στη φιλοσοφία παραμένει αναπάντητο. Aυτού του είδους η πνευματική φυγοπονία, αν και περίτεχνα καλυμμένη από πλήθος παραθεμάτων, στερεί από τον αναγνώστη την ευκαιρία να εκτιμήσει την πρωτοτυπία της σαρτρικής προσέγγισης, αλλά και τη σημασία της κριτικής που έχει ασκηθεί στον Σαρτρ από στοχαστές που ελάχιστα σαγηνεύονται από τη δυτικοευρωπαϊκή ανθρωπιστική παράδοση.

H τάση του B-HL να αντικαθιστά την επιχειρηματολογία με τη συνεχή διατύπωση ρητορικών ερωτήσεων ή την παράθεση φράσεων χαλαρά συνδεδεμένων ίσως να πηγάζει από την αδυναμία του να κατανοήσει ότι κάθε φιλοσοφική θέση αποκτά τη σημασία της, όχι από το πόσο εύηχη είναι, αλλά από τους λόγους που τη στηρίζουν. O Levy απολαμβάνει τον συγχρωτισμό μεταφυσικών δογμάτων, πολιτικών ιδεολογιών και κοινωνικών κινημάτων, ο οποίος αλλοιώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φιλοσοφικής κατάθεσης στοχαστών από τον Mπεργκσόν ώς τον Nτεριντά, και που δημιουργεί μια εύπεπτη εικόνα για τη φιλοσοφική σκηνή της Γαλλίας ως κοκοραμαχίας των ηγετών διαφόρων τάσεων που έτυχε να παγιωθούν σε κάποιο «-ισμό». H αισθητική απλότητα ενός επιχειρήματος με λίγες προκείμενες και ένα συμπέρασμα δεν φαίνεται να συγκινεί το «αγαπημένο παιδί» των γαλλικών περιοδικών μόδας, το οποίο προτιμά να αφήνει αρκετές προτάσεις του χωρίς ρήμα, παρά να τολμήσει να ολοκληρώσει.

O B-HL εκφράζει ως κύριο μέλημά του να διαλευκάνει «ποια είναι η σκοτεινή και μυστηριώδης ιστορία» του σαρτρικού έργου – και ίσως αυτό ακριβώς να είναι το πρόβλημα. O ίδιος Σαρτρ δεν θα ήξερε μάλλον τι να κάνει ένα τέτοιο εγχείρημα. Oπως είχε τονίσει σε διάφορες περιστάσεις: «Δεν έτρεφα ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εαυτό μου... Eίχα μια απώθηση για τα προσωπικά ημερολόγια, και σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει για να κοιτούν τον εαυτό τους, αλλά για να ορίζουν το βλέμμα τους μπροστά τους, στον κόσμο».


Bernard-Henry Levy, O αιώνας του Σαρτρ: φιλοσοφική έρευνα, μτφ. T. Δημητρούλια (Scripta)


Saturday, 10 May 2008

360° Κινέζικη Σύγχρονη Τέχνη - Νέα Οράματα


Η έκθεση που εγκαινιάζεται αύριο το απόγευμα στην Τεχνόπολη σκοπό έχει να προσφέρει στο φιλότεχνο κοινό της Αθήνας ένα εικαστικό πανόραμα σύγχρονων Κινέζων δημιουργών. Κάθε καλλιτεχνικό γεγονός όμως υποδηλώνει πάντα περισσότερα από ό,τι αναφέρεται στον επίσημο κατάλογο. Από τους δημιουργούς που δεν περιλαμβάνονται στην έκθεση θα αναφέρω έναν από τους πλέον δεξιοτέχνες της νεότερης γενιάς, που η θεματική των έργων του φαίνεται πως βρίσκει ανταπόκριση μόνο εκτός της πατρίδας του. Ο Γιουν-Φέι ζωγραφίζει, με την παλιά μικτή τεχνική υδατογραφίας και σινικής μελάνης, έργα που ενώ φαινομενικά αναβιώνουν ειδυλιακά στιγμιότυπα από την κινέζικη ύπαιθρο, ουσιαστικά απεικονίζουν ένα από τα πιο αποτρόπαια 'επιτεύγματα' της σύγχρονης Κίνας: την καταβύθιση μιας τεράστιας έκτασης, την καταστροφή δασών και αρχαιολογικών χώρων, και την εκδίωξη εκκατομυρίων αγροτών από τις εστίες τους με σκοπό την δημιουργία του Τριπλού Τεχνητού Φράγματος στον ποταμό Γιανγκτζι.



Οι ακουαρέλες του Γιουν-Φέι δείχνουν τα πνεύματα των νεκρών, με πρόσωπα από πουλιά και ψάρια των ποταμών, να ανασηκώνονται από τα πλημμυρισμένα μνήματα, σ' έναν αλλόκοτο χορό διαμαρτυρίας που έρχεται να ταράξει όχι μόνο τα πολιτικά δρώμενα στην μακρυνή Ανατολή, αλλά και τον εφησυχασμό που φαίνεται να επικουρεί η ημέτερη αισθητική απόλαυση.

Είναι νομίζω σημαντικό που ο Γιουν-Φέι - και σίγουρα δεν θα είναι ο μόνος - δουλεύει με τα εργαλεία της εξαιρετικής καλλιτεχνικής παράδοσης της πατρίδας του. Όπως συμβαίνει τόσες φορές, το τίμημα της εμμονής σε ότι πιο όμορφο κληροδοτεί σ'ένα καλιτέχνη ο τόπος του, να είναι η εξορία.



Saturday, 3 May 2008

Νυχτερινές σκέψεις

Άναψα το φως και, πριν αρχίσω να γράφω, ήρθε στο νου μου ένας στίχος τού Γιώργου Γεωργούση:

Η μνήμη δεν γνωρίζει
την πηγή που την θρέφει


Στη φράση του Γεωργούση συμπυκνώνεται ποιητικά μια άποψη που μέσα από περίπλοκους και μακροσκελείς συλλογισμούς έχει διατυπωθεί επίσης στο έργο αρκετών φιλοσόφων. Η κρυφή λογική της συνείδησης κάνει αυτό που φαινομενικά είναι το πιο προσιτό σε όλους μας -την ίδια τη σκέψη μας - να αποτελεί ταυτόχρονα ένα ανεπίλυτο μυστήριο. Όπως το έθεσε κάποτε ο Nietzsche:

Η κάθε σκέψη μου έρχεται όταν εκείνη θέλει


Κι όμως, ο στίχος του Γεωργούση με άφηνε εν μέρει ανικανοποίητο. Θυμόμουν πως όταν διάβασα την Παλινωδία, η εντύπωση που μου είχε κάνει το ποίημα ήταν διαφορετική - κίνησε μέσα μου όχι τόσο την διάννοια, όσο την ψυχή. Έτσι αποφάσισα ν’ ανοίξω πάλι την συλλογή, όπου στη σελίδα 16 βρήκα την ορθή γραφή - αυτή που εκφράζοντας ένα πραγματικό βίωμα, μετατρέπει ένα απλό διανόημα, σε ουσία ποιητική:


Η μνήμη δεν γνωρίζει
την πληγή που την θρέφει


Wednesday, 30 April 2008

Το τέλος της γιορτής

... προμηνούσε την αρχή του καλοκαιριού

Καλό μήνα



Wednesday, 16 April 2008

Γλωσσικές απορίες



«Γράφουμε στα γαλλικά για να μην τρελαθούμε» λέει ο Σιοράν - και ο Μπέκετ συμπληρώνει ότι αποφάσισε να αφήσει την τοπική του διάλεκτο για χάρη της γαλλικής ακριβώς επειδή «Η γαλλική γλώσσα δεν έχει ‘ύφος’». Οι απόψεις αυτές ακούγονται ίσως παράδοξες και δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο ευσταθούν για τους ασχολούμενους με την συγκριτική γλωσσολογία – αν και το γεγονός ότι έως πρόσφατα η γαλλική ήταν η γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας οφειλόταν ακριβώς στο ότι δεν ενέχει τις πολυσημίες, την υπανικτικότητα, και εν τέλει την ασάφεια από τις οποίες θρέφεται η τωρινή αγγλόφωνη λαίλαπα των διεθνών ‘διαπραγματεύσεων’.


Αυτό που με απασχολεί όμως δεν είναι οι όποιες αρετές μιας συγκεκριμένης γλώσσας, όσο η ανάγκη κάποιων συγγραφέων να εκφραστούν σε άλλη από την λεγόμενη ‘μητρική’ τους γλώσσα. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν κάθε συστηματική προσπάθεια γραφής – με σαφές μέτρο, εννοιολλογική συνέπεια, και αφηγηματικό ρυθμό – αποτελεί μια μορφή μετάβασης σε μια άλλη από την παραδεδομένη γλώσσα της καθημερινής ομιλίας. Κι αν τελικά, ο λόγος που γράφουμε – όταν μπαίνουμε σε αυτό το απαιτητικό παιχνίδι, με τους τόσο αυστηρούς κανόνες, που λέγεται συγγραφή – το κάνουμε για να αποδώσουμε στη ζωή λίγη από την τάξη ή την αρμονία που περιέχει η λογοτεχνία. Αν, με απλά λόγια, γράφουμε για να μην τρελαθούμε.


Tuesday, 8 April 2008

Taking Pictures


Οι γυναίκες αφηγούνται καλύτερα - η ομιλία των ανδρών είναι συχνά σπασμωδική, πολύ περιεκτική για να προκαλέσει τη φαντασία, αρκετά επίπεδη για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Δεν είναι έτσι παράλογο που όσο περισσότερες συγγραφείς δοκιμάζονται στη φόρμα της ‘σύντομης ιστορίας,’ τόσο περισσότερο κερδίζει η τέχνη του διηγήματος.

Η τελευταία συλλογή της Anne Enright κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες και οι κριτικές παρουσιάσεις του βιβλίου της έχουν ήδη κάνει τον γύρο των Κυριακάτικων εφημερίδων απ’ το Δουβλίνο ως το Λονδίνο. Η ενασχόληση όμως του τύπου με το Taking Pictures δεν ενοχλεί, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η προβολή ενός βιβλίου από τα σχετικά ένθετα λειτουργεί αντισταθμιστικά προς τους τίτλους που συνωστίζονται κάθε φορά στους πάγκους των ευπώλητων. Δεύτερον, διότι η συλλογή της Enright περιέχει ιστορίες πολύ καλές - ορισμένες είναι, πιστεύω, εξαιρετικές.

Το αντικείμενο που ‘φωτογραφίζεται’ στα διηγήματα είναι το σώμα σε πλήρη ενέργεια, σε αυτοκαταστροφικό λήθαργο, σε χρόνια ασθένεια, σε μανιώδη έρωτα: ένα σώμα σε διαρκή σχέση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δομική απόφαση της Enright (απόφαση δημιουργική και για αυτό, ίσως, υποσυνείδητη) να κάνει σε όλες τις ιστορίες ‘διανομή ρόλων’ ουσιαστικά σε τρία πρόσωπα. Έτσι, αν και πρωταγωνιστής είναι πάντα μία γυναίκα, η συμπεριφορά της αντανακλάται σε δύο άλλα άτομα που ‘επιστρέφουν’ πάνω της μια διαφορετική όψη του εαυτού της. Η προσέγγιση αυτή βρίσκει την καθαρότερη μορφή της στην πρώτη (Pale Hands I loved) και στην έκτη (Bad Sex Weekend) ιστορία, που εκφράζουν και το ιδιαίτερο στυλ της πεζογράφου. Αντίθετα, το εφηβικό δράμα που εκτυλίσεται στο ‘Natalie’, όπως και στο υπέροχο ‘Pillow’, μοιάζουν να κυλούν από την πένα κάποιου κλασικού Αμερικανού διηγηματογράφου - άρτια δουλεμένα, με ‘στρογγυλό’ τέλος, αλλά δίχως το αυθεντικά τραχύ (και τόσο ανάγλυφο) ύφος που έχουν ιστορίες με τις ώριμες ηρωίδες που συνθέτουν και το βιωματικό σύμπαν της Enright.