Δεν ξέρω πως μπορεί να γράψει κανείς για τον Σεφέρη, γι αυτό και παίρνω ως οδηγό το όμορφo κείμενo της Εαρινής Συμφωνίας και την συζήτηση περί ποιητικής και πολιτικής που αναπτύχθηκε στο πάντα φιλόξενο alef. Τρία – σύντομα - σχόλια.
1.
Ανοίγοντας σ’ένα τυχαίο σημείο τα ‘Ποιήματα’ του Σεφέρη συμβαίνει κάτι περίεργο: ξεχνάς ότι διαβάζεις και αρχίζεις ν' ακούς. Ο θόρυβος για λίγο υποχωρεί καθώς ο νους έρχεται σ’ επαφή με τη σκέψη ενός ανθρώπου που ζητά, δίχως ν’ απαιτεί, να μοιραστεί με σένα (τον λεγόμενο ‘άνθρωπο των γραμμάτων’) αυτό το τόσο οικείο σε όλους μας κενό:
T' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης/ επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.
T' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,/ τη δική σου φωνή/ όχι εκείνη που σ' αρέσει·
μουσική σου είναι η ζωή/αυτή που σπατάλησες...
Zωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί.
***
2.
Τα ποιητικά μας πράγματα καθορίστηκαν για μεγάλο διάστημα από μια σπασμωδική ταλάντευση ανάμεσα σε δύο άκρα: αφενός την ποιητική του ‘ιδιωτικού οράματος’, αφετέρου τις μεγαφωνικές απαγγελίες των πάνδημων εκδηλώσεων και των σχολικών εορτασμών. Ο λόγος όμως του Σεφέρη δεν υπήρξε ποτέ ούτε ‘ιδιωτικός’, ούτε ‘δημόσιος’. Ήταν πάντα λόγος προσωπικός - και γι αυτό αληθινά ερωτικός.
Σκέφτομαι συχνά την «Τελευταία Μέρα» - γραμμένη παραμονές του Πολέμου, μιλά για την αμηχανία που μετατρέπεται σε αγωνία, δίχως το ίδιο το ποίημα να παραδίνεται λεπτό στη ρηχή συναισθηματικότητα που περιείχαν οι λυρικές εξάρσεις της ‘πατριωτικής ποίησεως’. Η κατακλείδα του ποιήματος έχει μια σπάνια μουσικότητα, κι ας λέει κάτι φαινομενικά πεζό:
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
Πάμε στο σπίτι μας ν’ανάψουμε το φως.»
***
3.
Γνώρισα τον Σεφέρη – θέλω να πω: γνώρισα τα ποιήματα του Σεφέρη – μαθητής στην Β’ Λυκείου. Τώρα, ίσως περισσότερο κι από τότε, νιώθω δίπλα του πολύ μικρός, όχι γιατί δεν μεγάλωσα, αλλά γιατί όσο κι αν βαραίνει η συνεχώς αυξανόμενη αναγνωστική εμπειρία, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ικανότητα να βιώνεις ένα ποίημα όπως θα τό θελε αυτός: και με τις πέντε αισθήσεις. Η επικεφαλίδα της πρώτης συλλογής του ήταν «ΚΟΧΥΛΙΑ, ΣΥΝΝΕΦΑ» -- αισθητικός οδηγός του δεν ήταν κανείς ευπρεπής, γερμανόφωνος διανοούμενος αλλά «ένας τρελός στα μάτια του κόσμου», ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος -- ακόμη και στα θεωρητικά του κείμενα δεν υποκρίνεται τον στοχαστή του σπουδαστηρίου - γράφει, λόγου χάρη, στην αρχή της εξαιρετικής μελέτης του για τον Καβάφη: «...μου έτυχε κάπου-κάπου, μελετώντας τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, να ψιθυρίσω: καιρός να πάμε να πάρουμε τον αέρα μας στη θάλασσα.»
Ξέρω πως νιώθω για την ποίησή του - αλλά δεν ξέρω πως μπορεί να γράψει κανείς για τον Σεφέρη.